Πριν από λίγες μέρες, σε μια ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κινήθηκε εκτός διπλωματικών ορίων, με ευθεία επίθεση προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πολλοί ήταν εκείνοι που παραξενεύτηκαν όταν ο έλληνας Πρωθυπουργός δεν σήκωσε το γάντι, επιλέγοντας να μην απαντήσει στο ίδιο ύφος. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως είχε δίκιο που δεν αντέδρασε. Οι απειλές προς στην Ελλάδα μόνο παρεμπιπτόντως έχουν αποδέκτη την ίδια. Ειδικά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, που η εκλογή του Τζο Μπάιντεν άλλαξε τις διεθνείς συμμαχίες της Αγκυρας.
Οπως δεν πρέπει να ενθουσιαζόμαστε εύκολα κάθε φορά που η Τουρκία κάνει ένα βήμα μπροστά, έτσι δεν πρέπει και να απογοητευόμαστε όταν επιλέγει να κάνει ένα βήμα πίσω. Η πολιτική της υπαγορεύεται εν πολλοίς από τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν, από τον πληθωρισμό και την ανεργία έως την αύξηση της τιμής του ψωμιού, που στην Κωνσταντινούπολη έχει αυξηθεί 16%. Αυτά τα ζητήματα, σε συνδυασμό με τη διεθνή πίεση που του ασκείται, τον οδηγούν σε αψυχολόγητες ενέργειες, τον ωθούν σε επικίνδυνα παιχνίδια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι προαναγγελθείσες έρευνες του «Τσεσμέ» στο Βόρειο Αιγαίο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια η Αθήνα να απαντήσει στον ίδιο τόνο και η ευθύνη τής μη συνεννόησης να διαμοιραστεί στις δύο πλευρές.
Αυτό που επιβάλλεται να κάνει η ελληνική πλευρά είναι να µείνει προσηλωµένη στη γραµµή της, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όποτε υπάρχει ανάγκη, να προσέρχεται αποφασισµένη στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων και των διερευνητικών επαφών. Εκεί στο τέλος θα γραφτεί η πραγµατική ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.