Τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες είναι πρωτόγνωρα για την ελληνική κοινωνία. Το εγχώριο κίνημα #MeToo, το θάρρος όσων μίλησαν για την κακοποίηση που υπέστησαν, έφεραν τον Δημήτρη Λιγνάδη στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ, όπου παραμένει μέχρι να απολογηθεί.
Ενώ αυτές οι ημέρες θα έπρεπε να συνοδεύονται από την αίσθηση κάθαρσης που προσφέρουν οι πρώτες μεγάλες νίκες, αντιθέτως αμαυρώνονται από χυδαιολογία. Κάποια πράγματα δεν είναι τόσο πρωτόγνωρα, τα έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν: τα fake news, η κακή επικοινωνία και οι κατηγορίες για συγκάλυψη, οι οποίες αφορούν πάντα τον αντίπαλο, μικραίνουν τις κατηγορίες, τις υποβαθμίζουν σε μικροκομματικό καβγά που λίγη σχέση έχει με την ουσία της υπόθεσης. Περισσότερο την ευτελίζουν παρά την αναδεικνύουν. Παράλληλα, άνθρωποι που για χρόνια γνώριζαν όσα συνέβαιναν στο σπίτι του Λιγνάδη και κρατούσαν το στόμα τους κλειστό σήμερα ζητούν αίμα. Η διαδικασία, όμως, οφείλει να είναι θεσμική, γιατί οι δημοκρατίες δεν είναι αρένες. Τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα η Δικαιοσύνη.
Ο κίνδυνος ξεκινάει όταν αρχίζουμε να πιστεύουμε πως οι βιαστές έχουν ιδεολογικό, κομματικό πρόσημο, όταν συμφωνούμε με επικίνδυνες αναρτήσεις που περιέχουν ατεκμηρίωτες κατηγορίες και θεωρίες συνωμοσίας. Το χειρότερο θα έρθει αν μάθουμε να ξεπερνάμε τις ενοχές για τη δική μας σιωπή κατηγορώντας τον απέναντι για τη δική του. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο τα πολιτικά κόμματα, τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την ίδια την κοινωνία.
Η γενναιότητα των θυμάτων που επέλεξαν να σπάσουν τη σιωπή τους απαξιώνεται διαρκώς. Οι ευθύνες γι’ αυτό είναι πολιτικές και ανήκουν σε όλους εκείνους που δεν θα καταφέρουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.