Η πρώτη βαλβιδική πρόθεση ήταν μια «χωρίς ραφή βαλβίδα» που εμφυτεύτηκε το 1952 από τον αμερικανό χειρουργό Charles Hufnagel στην κατιούσα θωρακική αορτή ασθενούς με ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας. Η εξέλιξη των καρδιακών βαλβίδων αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρέασαν την πρόοδο της καρδιοχειρουργικής και εν συνεχεία της Επεμβατικής Καρδιολογίας. Από πολύ νωρίς, έγινε αντιληπτό ότι η αιμοδυναμική απόδοση των προσθετικών μηχανικών βαλβίδων θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στις αυτόχθονες «τέλειες» καρδιακές βαλβίδες. Η παραβαλβιδική διαφυγή και ο κίνδυνος ενδοκαρδίτιδας αναγνωρίσθηκαν άμεσα ενώ επίσης έγινε έγκαιρα αντιληπτή η ανάγκη για επαρκή αντιπηξία προκειμένου να αποφευχθεί η απόφραξη της μεταλλικής βαλβίδας και ο κίνδυνος θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων αναπτύχθηκαν οι βιοπροσθετικές – βιολογικές βαλβίδες. Η ιστορία τους ξεκινάει με τη χρήση πτωματικών ομοιομοσχευμάτων, που πρώτα εμφυτεύτηκαν στη θέση της αορτικής βαλβίδας από τον πρωτοπόρο Βρετανό Donald Ross το 1962, συνεχίζεται με τη χρήση χοίρειων αλλομοσχευμάτων, που είναι οι πλησιέστερες στις ανθρώπινες βαλβίδες, και σήμερα έχουμε διαθέσιμες βιοπροσθετικές βαλβίδες από χοίρειο περικάρδιο.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ