Εχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από εκείνον τον Ιούνιο, όταν ο εκρηκτικός μηχανισμός που εξερράγη στα χέρια του Σάββα Ξηρού οδήγησε στην εξάρθρωση της 17Ν. Μέσα σε σχεδόν είκοσι χρόνια, η ελληνική κοινωνία αναμετρήθηκε ξανά πολλές φορές με τη βία. Δυστυχώς, δεν γίναμε σοφότεροι. Τις τελευταίες μέρες η αντιμετώπιση της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα από «αλληλέγγυους» αποδεικνύει πως η συζήτηση περί τρομοκρατίας δεν έκλεισε ποτέ στη χώρα.
Αν το θέμα περιοριζόταν σε περιθωριακές ομάδες θα ήταν άνευ ουσίας. Φαίνεται όμως πως οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και η εργαλειοποίηση της βίας δεν εξαντλούνται εκεί. Από το 2002 έως σήμερα, ειδικά τα χρόνια της κρίσης, έγιναν όχημα και μαζί βραχνάς, βλάπτοντας την κοινωνική συνοχή.
Ηρθε η ώρα το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, τα κόμματα που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο, να τελειώσουν μια και καλή με αυτό το κλείσιμο του ματιού. Η επανεμφάνιση του συνθήματος «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», γραμμένο από νεαρά άτομα που ενδεχομένως δεν είχαν γεννηθεί καν την περίοδο δράσης της τρομοκρατικής οργάνωσης, δείχνει πως το σημερινό «ναι μεν, αλλά» δεν επιτρέπεται να συνεχιστεί. Η ευκολία με την οποία ο Θοδωρής Δρίτσας δήλωσε πως η ελληνική κοινωνία «δεν τρομοκρατήθηκε από τη 17Ν», την οποία δήλωση ανασκεύασε υπό πίεση, δείχνει ότι δεν έχουν κλείσει όλοι τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν.
Πρέπει να προλάβουμε προτού οι κακές διατυπώσεις γίνουν ο κανόνας. Κανένας, όποιον θεσμικό ρόλο και να έχει, δεν επιτρέπεται να χαϊδεύει τους θιασώτες της βίας, αλλάζοντας την ιστορία και προσβάλλοντας τη μνήμη των θυμάτων. Στις καταδίκες δεν υπάρχει περιθώριο για αστερίσκους.