Η ισχυρή αντιπολίτευση είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατία. Για να ελέγχει και να προβληματίζει, για να υποδεικνύει και να συγκρατεί. Και, φυσικά, για να διεκδικεί. Η εναλλαγή στην εξουσία είναι το κλειδί για την ομαλή και υγιή λειτουργία του πολιτεύματος.
Η δημοσκοπική καθήλωση λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποτυπώνεται στην πανελλαδική δημοσκόπηση της GPO που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», προκαλεί ερωτήματα. Η εξήγηση δεν βρίσκεται προφανώς στο ότι η κυβέρνηση τα κάνει όλα τέλεια. Η κοινή γνώμη έχει παράπονα τόσο για τα οικονομικά μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί (δύο στους τρεις πολίτες τα θεωρούν ανεπαρκή), όσο και για τον χειρισμό της υπόθεσης Λιγνάδη (οι μισοί πολίτες κατηγορούν την κυβέρνηση για συγκάλυψη). Ενας στους τρεις πολίτες έχει σήμερα χειρότερη γνώμη για τον Πρωθυπουργό σε σχέση με 1,5 χρόνο πριν.
Από τη φυσιολογική αυτή φθορά, όμως, δεν επωφελείται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η στάση του απέναντι στην πανδημία κρίνεται αρνητικά από δύο στους τρεις πολίτες, ενώ τρεις στους τέσσερις θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την υπόθεση Λιγνάδη. Εξαιτίας της στάσης τους μάλιστα απέναντι στην απεργία πείνας του Κουφοντίνα, ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του φαίνεται να χάνουν και τη μάχη του Κέντρου: το 63% των ψηφοφόρων αντιτίθεται στο αίτημα του απεργού, με το ποσοστό να ξεπερνά το 80% στους ψηφοφόρους της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ.
Το πολιτικό σκηνικό παραμένει έτσι ουσιαστικά αναλλοίωτο. O Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του περνούν αυτή την πρωτοφανή υγειονομική κρίση με πολύ μικρές απώλειες. Αυτό δεν πρέπει όμως να τους οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι παντοδύναμοι ή ανεξέλεγκτοι. Το μεγαλύτερο προσόν ενός ηγέτη, όπως και μιας κυβέρνησης, είναι να ξέρει να ακούει.