«Εκείνη τη χρονιά που η ξηρασία έμοιαζε να μην τελειώνει, ο χρόνος ψήνονταν ώσπου να γίνει στάχτη κι ο ήλιος, αν προσπαθούσες να τον πιάσεις, κολλούσε πάνω στα χέρια σου σαν κάρβουνο. Ο ένας ήλιος διαδεχόταν τον άλλο πάνω από τα κεφάλια μας. Από το πρωί ως το βράδυ ο παππούλης σχεδόν άκουγε τα μαλλιά του να καίγονται. Κάποιες φορές ύψωνε την παλάμη του προς τον ουρανό κι ένιωθε αμέσως τη μαυριδερή οσμή από τα καμένα νύχια του». Από την αρχή του μικρού αυτού μυθιστορήματος έχουν τεθεί το πλαίσιο και τα μέσα. Βρισκόμαστε σε μια μη κατονομαζόμενη ορεινή επαρχία της Κίνας, πιθανότατα στη Χενάν από όπου κατάγεται ο 62χρονος συγγραφέας και όπου συχνά καταφεύγει προκειμένου να ανανεώσει την επαφή του με έναν ανθρωπογεωγραφικό χώρο παρόντα, από ό,τι διαβάζουμε, σε όλη την πλούσια λογοτεχνική παραγωγή του. Εχουμε μια μάλλον πρωτοφανή, παρατεταμένη ξηρασία, που αποδίδεται με ζωηρές ρεαλιστικές μεταφορές όπου οι αισθήσεις συμπλέκονται ή αντιμετατίθενται. Πράγματα ορατά ακούγονται, η αφή μετατρέπεται άλλοτε σε γεύση κι άλλοτε σε όσφρηση, και το ανάποδο. Οι κάτοικοι του χωριού, ίσως και της ευρύτερης περιοχής, αφού για μήνες ολόκληρους περιμένουν μάταια να βρέξει, μαζεύουν τα συμπράγκαλά τους, παρατάνε τα σπαρμένα χωράφια τους που ποτέ δεν θα βλαστήσουν και κατεβαίνουν στα πεδινά. Μόνο ένας γέροντας θα απομείνει στο χωριό, κι αυτό επειδή δεν έχει τις δυνάμεις να μετακινηθεί. Εχει ωστόσο τη δύναμη να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο, με άλλα λόγια να παραμείνει στη ζωή όσο περισσότερο γίνεται. «…Με τις βαθιές ρυτίδες στα μάγουλά του, ο κόκκινος πόνος έμοιαζε να κρύβει μέσα του αμέτρητα καυτά κάρβουνα…».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ