Η έκκληση του υπουργού Υγείας προς τους ιδιώτες γιατρούς να συνδράμουν την εθνική προσπάθεια στην κορύφωση του τρίτου κύματος της πανδημίας έγινε σε δραματικούς τόνους. Ακόμη βέβαια κι αν δεν είχε επιλέξει το συγκεκριμένο ρητορικό ύφος ο Βασίλης Κικίλιας, τα στοιχεία από μόνα τους δικαιολογούν την ανάγκη να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο όσοι έχουν γνώσεις ιατρικής – βάζοντας στην άκρη τους προσωπικούς ή τους επαγγελματικούς λόγους που τους ώθησαν να επιλέξουν μια καριέρα μακριά από το ΕΣΥ.
Παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες του υπουργείου Υγείας και του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, μόλις 60 ιδιώτες έχουν ανταποκριθεί στο κυβερνητικό κάλεσμα. Το νούμερο είναι τόσο μικρό που θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβολή στον όρκο του Ιπποκράτη. Την ώρα της μάχης όμως αυτού του είδους η κριτική είναι πολυτέλεια. Το κράτος – και κατ’ επέκταση όλοι εμείς – δεν έχει πια τον χρόνο να απευθύνει αιτήματα και να αναμένει την απάντηση ευχόμενο εκείνη να είναι θετική.
Στις ΜΕΘ της Αττικής, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, διεξάγεται ένας πραγματικός πόλεμος – με αληθινές απώλειες. Γι’ αυτό έχει φτάσει πια η στιγμή να επιστρατευθούν οι ιδιώτες γιατροί.
Ο Πρωθυπουργός έχει δίκιο να επισημαίνει πως «όταν ζητάμε από έναν γιατρό να παρέχει τις υπηρεσίες του, δεν αρκεί μόνο να τον υποχρεώνουμε. Πρέπει να τον εμπνεύσουμε και να το κάνει». Ωστόσο, το επιχείρημα αφορά την κουβέντα που γινόταν χθες. Στη σημερινή, η πίεση στο Σύστημα Υγείας είναι τόσο έντονη – όπως όλοι, κυβερνητικοί κι επιστήμονες παραδέχονται – που οι γιατροί του Δημοσίου χρειάζονται πολλά επιπλέον έμπειρα χέρια. Κι η πολιτεία οφείλει να τους τα δώσει, με οποιοδήποτε κόστος.