Τα μαθήματα Ιστορίας είναι από μόνα τους συναρπαστικά και πολύτιμα, ιδιαίτερα όταν φωτίζουν αθέατες πλευρές, διαλύουν κλισέ, ανατρέπουν μύθους. Είναι αναγκαία όμως και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή διευκολύνουν τη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, επιτρέποντας τον σχεδιασμό με καλύτερους όρους του μέλλοντος. Και οδηγούν έτσι σε μια διαρκή ανανέωση της εθνικής αυτογνωσίας.
Η συζήτηση λοιπόν για την Επανάσταση του 1821, με αφορμή τη 200ή της επέτειο που γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες, δεν χρησιμεύει μόνο για να μάθουμε πράγματα που δεν μας είπαν στο σχολείο: τις παρ’ ολίγον καταστροφικές συνέπειες των εμφύλιων συρράξεων, για παράδειγμα, ή τον καταλυτικό ρόλο της Δύσης στη νίκη της Επανάστασης. Βοηθά και στην υπέρβαση σχημάτων που έχουν σημαδέψει την ιστορία μας και συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να επηρεάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Ενα από αυτά τα σχήματα θέλει τον ελληνικό λαό μονίμως αδικημένο και προδομένο, άρα και καθυστερημένο. Ενα άλλο τον περιγράφει ως εκλεκτό και περιούσιο, άρα αντικείμενο φθόνου. Συχνά παρατηρούνται και συνδυασμοί τέτοιων σχημάτων.
Οι έξι κορυφαίοι διανοητές που γράφουν σήμερα στα «ΝΕΑ» δεν αναλύουν μόνο τις άγνωστες σελίδες του 1821, όπως είναι η σχέση της δίκης του Καραϊσκάκη με τον λόρδο Βύρωνα ή οι αλλαγές που έφερε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ισόβια ενοικίαση των φόρων και των αξιωμάτων. Χτίζουν και γέφυρες ανάμεσα σε εκείνες τις σελίδες και τις σημερινές, προσπαθώντας να εξηγήσουν την επίδραση που έχουν αυτά τα ιστορικά γενέθλια στην ελληνική κοινωνία. Αυτή είναι η επαναστατική λειτουργία της Ιστορίας.