Ακόμη και στο παρά πέντε της θεσμικής εκκίνησης για τις επετειακές εκδηλώσεις της 200ετηρίδας διαβάζει, όπως τις περιγράφει ο ίδιος, «αυθαίρετες έως επικίνδυνες» προσεγγίσεις και αφηγήματα που χρησιμοποιούν σχήματα περασμένων δεκαετιών. Ακόμη και σήμερα επικαλείται την ανάγκη να παίξουν όλοι – ιστορικοί, ερευνητές, πανεπιστημιακοί και αναγνώστες – με τους κανόνες της ιστοριογραφίας. Ο Κώστας Κωστής, καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», μιλάει στα «ΝΕΑ» λίγο πριν από την αντίστροφη μέτρηση.
Διαχρονικά δεν πολυαγγίζαμε το 1821 ως θεματική, αλλά το σημαντικό είναι και πώς θέλουμε να το προσεγγίζουμε. Μετά το 1921 υπάρχει μία βιβλιογραφία για τις διεθνείς επαναστάσεις που εμπλουτίζεται συνεχώς. Η τελευταία φάση της είναι με την Αραβική Ανοιξη: η πέμπτη γενιά των θεωριών της επανάστασης. Κατά τη γνώμη μου, εδώ ασχολούμαστε ακόμη με όρους αφελείς: υπάρχουν κάποιοι «καταπιεσμένοι που κάποτε επαναστατούν». Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν ήταν καταπιεσμένοι, αλλά η καταπίεση από μόνη της δεν οδηγεί σε επανάσταση.
Υπάρχουν κανόνες του παιχνιδιού στην ιστορική διερεύνηση. Καλώς ή κακώς, η ιστορία έχει δικές της έννοιες και μοντέλα, που προέρχονται μάλιστα από μια διεθνή «αγορά». Εχουμε καταφέρει ποτέ να εντάξουμε την Ελληνική Επανάσταση σ’ αυτή τη συζήτηση; Οχι. Γιατί δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αν αρκείσαι στα σχήματα της «αστικής» επανάστασης, όπως ήθελε η μαρξιστική ανάγνωση, της «εθνικής» ή της «εθνικής και αστικής», όπως ήθελε ο Φίλιππος Ηλιού να το μεταφέρει, δεν νομίζω ότι μπορείς να πας πολύ μακριά. Αναρωτιέμαι μάλιστα εάν διδάσκεται η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης σε πανεπιστημιακό επίπεδο – με πιθανή εξαίρεση την Κέρκυρα – και με ποιους όρους. Αν δείτε τι παράγεται αυτή τη στιγμή σε επίπεδο βιβλιογραφίας και ακαδημαϊκής ιστορίας, τα 7 στα 10 βιβλία είναι απαράδεκτα.
Πάντα υπάρχει η ανάγκη ενός αφηγήματος. Αν θέλουμε να είναι αποτελεσματικό, θα πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη πλοκή, να αποκτάει νόημα. Το ζητούμενο είναι επίσης εάν ακολουθεί κάποιους κανόνες. Εγώ μπορώ να πω όσες ανοησίες θέλω. Σέβομαι, όμως, τους μεθοδολογικούς καταναγκασμούς ως ιστορικός; Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι όλοι θα συμφωνήσουμε. Αυτό που θεωρώ επικίνδυνο ή αυθαίρετο είναι να καταγγέλλει κανείς το «άλλο» αφήγημα ως στημένο ή αποτυχημένο. Αυτό είναι πολύ συνηθισμένο αυτή τη στιγμή και μου κάνει εντύπωση.
Είχα υποστηρίξει ήδη από πέρυσι ότι, δεδομένων των συνθηκών, αυτό που πρέπει να μείνει μετά την επέτειο δεν είναι καν μια νέα προσέγγιση για το 1821: αυτή ή θα προκύψει ή δεν θα προκύψει. Αν είχαμε όμως τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε ένα Ινστιτούτο Μελετών, που θα ανέβαζε τον πήχη στον τομέα των κοινωνικών επιστημών, θα ήταν πολύ χρήσιμο. Ενα Ινστιτούτο για τη μελέτη της Επανάστασης, αλλά όχι με τους τρέχοντες όρους του ελληνικού πανεπιστημίου.
Ο Φρανσουά Αρτόγκ λέει ότι η ιστορία είναι ο τρόπος που ανακάλυψαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να συνδέουν το παρελθόν με το μέλλον. Κατά περιόδους ο τρόπος που βλέπουμε το παρελθόν εξαρτάται από το τι θέλουμε να βλέπουμε σήμερα ή στο μέλλον. Παρακολουθώ μια μερίδα της ιστοριογραφίας που υποστηρίζει ότι το νέο κράτος δεν κατάφερε τίποτα. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχάς, για να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις ενός κράτους, πρέπει να δούμε τι επιδίωκε σε κάθε περίοδο. Θα έλεγα ότι συνολικά, παρά τις όποιες δυσκολίες, κατάφερε να επιβάλει ευρωπαϊκές αξίες, δημοκρατία και κοινοβουλευτισμό, να ξεφύγει από το φάσμα της φτώχειας. Αυτό δεν σημαίνει μια διαδικασία αυτόματη. Υπήρξαν πόλεμοι και καταστροφές που οδήγησαν σε οπισθοδρομήσεις. Τελικά, όμως, η δημοκρατία επιβιώνει. Χωρίς και αυτό να σημαίνει ότι θα συνεχίσουμε έτσι ή ότι η πορεία μας είναι κάτι το εξαιρετικό μέσα στην ιστορία. Εχοντας μεγαλώσει, όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, με τις θεωρίες της υπανάπτυξης, που απέρριπταν οποιαδήποτε πρόοδο σ’ αυτή τη χώρα, μου φαίνεται φτηνό και «φτωχό» να μεταχειριζόμαστε και σήμερα τους ίδιους όρους.
Για τον Εμφύλιο Πόλεμο είχαμε μέχρι πρότινος μία θεωρία που συνοψιζόταν στο ότι οι «καλοί» εξεγέρθηκαν εναντίον των «κακών». Στη διεθνή βιβλιογραφία τα πράγματα δεν είναι τόσο απλοϊκά. Ακόμη και τον Δεκέμβρη του ’44 μπορείς να τον δεις με πολλούς τρόπους, αν θέλεις να τον εντάξεις σε ένα διεθνές πλαίσιο. Αν επιμένει κάποιος ότι θέλει να τα «διαβάζει» όλα επειδή είναι αριστερός, το πολύ πολύ να μείνει γραφικός. Κι αυτό επειδή πιστεύω ότι αυτές οι αντιλήψεις θα ξεπέσουν στο τέλος. Θα μείνουν στην άκρη.
Βρίσκω πάντοτε ενδιαφέρουσα την εποχή του ξεσπάσματος της Επανάστασης. Ηδη από τον Κοραή μιλάμε για κάποιους Ρωμιούς που βγάζουν χρήματα από το εμπόριο και τη ναυτιλία, έρχονται σε επαφή με τον Διαφωτισμό, τα σχολεία πολλαπλασιάζονται και οι Ρωμιοί είναι έτοιμοι να γίνουν Ελληνες. Αυτό τι μας δείχνει; Οτι η αλλαγή γίνεται σε ένα περιβάλλον εντελώς στατικό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή, δεν έχει καμία δυναμική. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο ήδη από τον 18ο αιώνα. Ο Σελίμ Γ’ και ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ είναι μεγάλοι μεταρρυθμιστές. Κατά τη γνώμη μου, για να φτάσουμε εκεί όπου φτάσαμε το 1821, οφείλουμε να κατανοήσουμε ποιες αλλαγές φέρνει στην Αυτοκρατορία το καθεστώς της ισόβιας ενοικίασης των φόρων και των αξιωμάτων. Είναι αυτό που αλλάζει τα δεδομένα για τους Φαναριώτες, το Πατριαρχείο – καθώς το θέτει υπό τον έλεγχο των τελευταίων – και την εκπαίδευση. Σ’ αυτό το σημείο προσωπικά υιοθετώ την άποψη αρκετών μελετητών – όπως ο Πάρις Κονόρτας – ότι στο πλαίσιο μετασχηματισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Ελληνες σχηματίζουν μια πολιτεία, το millet τους. Τα περιθωριακά στρώματα των ελίτ που πιέζονται – όπως οι Υψηλάντηδες ή οι Μαυροκορδάτοι, που έχουν χάσει τον φαναριωτισμό τους – πιέζουν προς την επανάσταση για να ξαναμπούν στο παιχνίδι. Σε ένα άλλο επίπεδο, ποιος μας έχει πει ότι υπάρχει παράλληλα ένας Οθωμανοπερσικός Πόλεμος (1821-1823), που αποδυναμώνει δημοσιονομικά την κεντρική διοίκηση;