Υπάρχουν πλευρές ενός ιστορικού γεγονότος όπως το «1821», που μπορεί να είναι «αθέατες» για τους ειδικούς, για τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες εν προκειμένω. Ο φωτισμός τέτοιων αθέατων πλευρών είναι η ουσία της επιστημονικής μεθόδου και πρακτικής. Με τα νέα εργαλεία και τα νέα ερωτήματα του «εκάστοτε παρόντος», οι επιστήμονες εξετάζουν, επανεξετάζουν, «επανεπισκέπτονται» το ιστορικό γεγονός, προωθώντας τη γνώση. Υπάρχουν όμως και πλευρές ενός ιστορικού γεγονότος που είναι «αθέατες» για το «ευρύ κοινό». Προφανώς, αυτές διαφέρουν από τις προηγούμενες. Ζητήματα τα οποία έχει λύσει ή φωτίσει η επιστήμη, δεν έχουν μεταγγιστεί στην ευρύτερη κοινωνία, και με αυτή την έννοια υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της κεκτημένης επιστημονικής γνώσης και των κυρίαρχων αντιλήψεων που έχει η κοινωνία για το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός. Ενδεικτικά: το 1821 ως εγγενές ευρωπαϊκό νεωτερικό γεγονός, η συνεκτίμηση της πολεμικής προσπάθειας με την πολιτική δεξιοτεχνία, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι της εποχής ισότιμα με τους καπετάνιους, παρέα στο συλλογικό φαντασιακό ο Κοραής και ο Μαυροκορδάτος με τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, ο επαναστατικός πολιτισμικός μετασχηματισμός του χριστιανού υπηκόου σε έλληνα πολίτη – θέματα που έχουν κατακτηθεί στον επιστημονικό λόγο και περιμένουν να γίνουν νέα συλλογική αντίληψη για την ιστορία μας.
Πώς επιδρούν σημαδιακά γενέθλια μιας χώρας, όπως είναι τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, στον φωτισμό των «αθέατων» πλευρών από τη σκοπιά των «ειδικών», και πώς από εκείνη της κοινωνίας; Επιδρούν διαφορετικά. Στο επιστημονικό επίπεδο, ασφαλώς θα κερδίσουν σε δημοσιότητα οι μελέτες και οι μελετητές του «1821» και της συνολικής αποτίμησης των 200 χρόνων της Ελλάδας. Και αυτό είναι καλό, πόσω μάλλον που η μελέτη της Επανάστασης του 1821 υποτιμήθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο. Ωστόσο, η επιστήμη έχει τους δικούς της ρυθμούς, οι οποίοι επηρεάζονται μεν από τις ευκαιρίες που δίνουν οι επέτειοι, αλλά βασικά ακολουθούν τη δική τους εσωτερική πορεία. Το αντίθετο συμβαίνει με την επίδραση που έχουν (και πρέπει να έχουν) οι επέτειοι στην αντίληψη της κοινωνίας για το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός – ιδίως όταν είναι τόσο σημαδιακό όσο τα 200 χρόνια από το «1821». Τότε η ιστορία και η κοινωνική επιστήμη βγαίνει από τις ακαδημαϊκές αίθουσες και διαχέεται στην κοινωνία. Το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει παρά τις αντίξοες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Πλήθος εκδόσεων, αφιερωμάτων, εκπομπών, εκδηλώσεων, που ασφαλώς θα πυκνώσουν όταν λήξει η έκτακτη κατάσταση. Αυτή η έκρηξη «δημόσιας ιστορίας» δίνει την ευκαιρία να ανανεωθεί και να αναβαθμιστεί η συλλογική αντίληψη για το γενέθλιο γεγονός και την εθνική μας πορεία. Να φωτιστούν οι πλευρές που είναι «αθέατες» για το ευρύ κοινό, αλλά αποτελούν κεκτημένο για τη σύγχρονη επιστημονική ανάλυση. Δεν πρόκειται για διαδικασία εθνικής κατήχησης, αλλά για μια προσπάθεια κοινωνικοποίησης των γνώσεων, των διλημμάτων, των ανοιχτών ερωτημάτων, των διαφορετικών προσεγγίσεων, όπως η επιστημονική μέθοδος προϋποθέτει. Μια διαδικασία κριτική και ανοιχτή, όπως αντιστοιχεί στον χαρακτήρα της σύγχρονης δημοκρατικής και ευρωπαϊκής Ελλάδας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η επέτειος θα συμβάλλει στην ανανέωση της εθνικής αυτογνωσίας. Διαφορετικά, θα καταλήξει να αναπαραγάγει, σχεδόν αυθόρμητα, όλα τα παραδοσιακά στερεότυπα για τα διακόσια χρόνια της εθνικής μας εξέλιξης. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός γιατί ζούμε σε μια περίοδο που οι εθνικές, οι πολιτικές και τοπικές ταυτότητες σκληραίνουν και οχυρώνονται στον εαυτό τους.
Τι σημαίνει να εκμεταλλευτούμε την επέτειο για να μικρύνουμε το χάσμα μεταξύ σύγχρονης επιστημονικής γνώσης και παρωχημένων συλλογικών στερεοτύπων; Πρακτικά σημαίνει να ξεπεράσουμε ή να περιορίσουμε για να είμαστε πιο ρεαλιστές, τον σχιζοφρενικό μετεωρισμό από τον «εθνικό απελπισμό» και το αυτοϋποτιμητικό «ψωροημείς» στην αλαζονεία του «περιούσιου» έθνους. Ανασκαλεύω επίτηδες τις παλαιότερες λέξεις για να φανεί πόσο σταθερές είναι στον δημόσιο λόγο αυτές οι δύο αντικρουόμενες εκ πρώτης όψεως αντιλήψεις του εθνικού εαυτού μας. Πίσω από αυτές βρέθηκαν είτε η εθνικιστική συντηρητική ιδεολογία της υπεροχής των Ελλήνων, του ακατάβλητου DNA μας, είτε η εθνικολαϊκιστική ιδεολογία της θυματοποίησης ενός μονίμως αδικημένου λαού, είτε ένας συνδυασμός των δύο ιδεολογιών. Σήμερα, αυτά τα σχήματα παρεπιδημούν στον ακροδεξιό κυρίως, καθώς και σε έναν μιζεραμπιλιστικό λόγο που ενδύεται τα ιμάτια μιας αριστερής άποψης. Κυρίως, όμως, αναδύονται αυθόρμητα, με τη δύναμη των στερεότυπων, που έχουν παγιωθεί από δεκαετίες ιδεολογικής – εκπαιδευτικής ενστάλαξης.
Υπάρχουν ωστόσο οι προϋποθέσεις να αποδυναμωθούν αυτά τα στερεότυπα και να καλλιεργηθεί μια πιο σύγχρονη εθνική αυτογνωσία που θα εκφράζει με μεγαλύτερο ρεαλισμό και ταυτόχρονα αυτοπεποίθηση την πορεία μας στη νεωτερική εποχή. Αυτό είναι και θα είναι το στοίχημα. Δεν χρειαζόμαστε ούτε μια εφησυχαστική ερμηνεία επιτυχιών, ούτε μια αναπαραγωγή των αφηγημάτων της καθυστέρησης.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου