Τον Ιανουάριο του 1822 ψηφίστηκε το πρώτο «προσωρινό» πολίτευμα και ένα χρόνο αργότερα το δεύτερο, που αποτελούσε αναθεώρηση του πρώτου και παρέμενε «προσωρινό». Οι νομοθέτες που στην ουσία ήταν πολιτικοί (δηλαδή παραστάτες των Εθνοσυνελεύσεων που επιλέχθηκαν ως μέλη των νομοθετικών επιτροπών) δεν χρειάστηκε να εξηγήσουν τη σημασία της «προσωρινότητας». Κι όμως το πολιτικό λεξιλόγιο είναι κώδικας επικοινωνίας. Ο Reinhart Koselleck μας εξηγεί ότι όλοι σχεδόν οι όροι του «απορροφούν» εικόνες από το παρόν τους, ακόμη και αισθήματα ή προσδοκίες και ευρύτερους προβληματισμούς, που είναι πιθανό πως προκαλούν οι εξελίξεις και τα γεγονότα.
Είναι εικόνες που, εάν δεν «χρωμάτιζαν» τους όρους και τις λέξεις, θα είχαν χαθεί. Αν μάλιστα συμβουλευτούμε και την ανάλυση του Alphonse Dupront για την ιστορική σημασιολογία, είναι αρκετά εύκολο να κατανοήσουμε με ποιους τρόπους η γλώσσα αναδεικνύεται στο υλικό της έρευνας του ιστορικού, που του αποκαλύπτει συμβολοποιημένα νοήματα, συμπιεσμένες παραδοχές αλλά και πολιτικές δομές ή συσχετισμούς δυνάμεων.
Οι λανθάνουσες όψεις…
Το 1822 που η πρώτη διοίκηση των επαναστατών αυτοπροσδιορίστηκε «προσωρινή», επέλεξε τον όρο για να μπορεί μέσω αυτού να προστατευτεί σε περίπτωση εσωτερικών διενέξεων. Αλλωστε, η σημασία του ούτε περιόριζε τις εξουσίες της ούτε μείωνε το κύρος της. Οι πρόεδροι, οι αντιπρόεδροι, οι γραμματείς, οι υπογραμματείς και τα μέλη του Εκτελεστικού και του Βουλευτικού και οι οκτώ υπουργοί δεν ήταν εύκολο να ασκούν αποτελεσματικά το έργο τους, ενόσω οι μάχες βρίσκονταν σε εξέλιξη και η «καθέδρα» της διοίκησης (δηλαδή η πρωτεύουσα) μεταφερόταν από τον ένα τόπο στον άλλο. Ωστόσο, η έννοια της προσωρινότητας κάλυπτε άλλη σημαντική ανάγκη: κι αυτή σίγουρα δεν ήταν η εντύπωση της δημοκρατικής οργάνωσης που προφανώς συνεπάγονταν η διάκριση των εξουσιών και η διακηρυγμένη ανεξαρτησία της νομοθετικής και δικαστικής λειτουργίας.
Μια δεύτερη επιφανειακή ανάγνωση του πολύπλοκου και πολυάνθρωπου μηχανισμού της πρώτης διοίκησης που θα τόνιζε τον αποκεντρωτικό της χαρακτήρα, θα ήταν εξίσου παρακινδυνευμένη. Ακόμη και οι Φιλέλληνες που, παρακολουθώντας καλοπροαίρετα τις ελληνικές εξελίξεις, επέκριναν τις δυσλειτουργίες μιας ανίσχυρης εκτελεστικής εξουσίας που θα ήταν αδύνατο να κυβερνά χωρίς τη συναίνεση του βουλευτικού σώματος (για παράδειγμα, ο Αμερικανός γιατρός John Lee Comstock, ο οποίος μάλιστα είχε υπηρετήσει και στον αγγλοαμερικανικό πόλεμο του 1812 και αποτολμούσε συγκρίσεις), δεν υπολόγιζαν τον μεγάλο αριθμό των ανδρών που διεκδικούσαν εξουσίες.
Αντίθετα, ο Παναγιώτης Κοδρικάς, ένας λόγιος της διασποράς που στήριζε στην ελληνική υπόθεση από το Παρίσι, έγραφε κάποια στιγμή στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (τον πρόεδρο του πρώτου Εκτελεστικού, δηλαδή πρώτο πρωθυπουργό): «Αλλο είδος πολιτείας αδύνατον σχεδόν ήτον να βαλθή εις πράξιν» και πράγματι «οι νομοθέται μας έδειξαν ότι δεν εσυμβουλεύθησαν παρά την αληθινήν κατάστασιν της πατρίδος».
Η «κατάσταση» απαιτούσε τον συμβιβασμό των αντικρουόμενων συμφερόντων των ετερόκλητων φορέων της επαναστατικής εξουσίας. Και η μορφή της προσωρινής διοίκησης ικανοποιούσε τη συντριπτική πλειονότητα των προκρίτων, οι οποίοι επιζητούσαν μια κυβέρνηση Βουλής για να αποδυναμώσουν νεηλύδες πολιτικούς. Ταυτόχρονα όμως εξυπηρετούσε και τους ισχυρότερους από τους νεοφερμένους: το 1822 πρωτίστως τον Μαυροκορδάτο, που παραγκώνιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους, διανέμοντας αξιώματα χωρίς επιρροή: για παράδειγμα, του προέδρου του Βουλευτικού ή τον εντυπωσιακό αλλά κενό τίτλο του «Αρχιγραμματέως της Επικρατείας». Το 1823 φάνηκε να ενισχύει τους αυτόχθονες που τώρα με τη σειρά τους παραμέρισαν τον Μαυροκορδάτο.
Και οι αποκαλύψεις…
Τον Ιούλιο πάντως του 1824 ο Μαυροκορδάτος αποκάλυπτε σε εκπρόσωπο του Μέττερνιχ, κατά τη μυστική τους συνάντηση στο Βασιλάδιο της Ζακύνθου, ότι τα ελληνικά πολιτεύματα ήταν προσωρινά, προκειμένου να επιδέχονται όποια μεταρρύθμιση «ήθελε κριθή εύλογον» από τις Δυνάμεις της Ευρώπης που ήταν πρόθυμες να συνδράμουν την ελληνική υπόθεση. Οι Ελληνες, προσέθετε, δεν επιθυμούσαν να αναστατώσουν την ευρωπαϊκή τάξη, δεν ήταν ταραξίες ούτε καρμπονάροι. Το κίνημά τους ήταν εθνικοαπελευθερωτικό και στόχευε στη σύσταση ενός κράτους δυτικού τύπου, το οποίο θα σήμαινε την επέκταση του ευρωπαϊκού και χριστιανικού πολιτικού πολιτισμού σε τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα μάλιστα με την ερμηνεία του Miroslav Hroch, η ψήφιση συνταγματικών κειμένων είναι παράγοντας που διαφοροποιεί το ελληνικό από τα άλλα βαλκανικά κινήματα και επίσης φανερώνει γιατί μόνον οι Ελληνες στόχευσαν εξαρχής στην ανεξαρτησία και όχι σε κάποιας μορφής αυτονομία ή παραχώρηση ειδικών δικαιωμάτων και προνομίων. Από την άλλη πλευρά η ρύθμιση του οριστικού πολιτεύματος προσέφερε μια πρώτη ευκαιρία στους ιθύνοντες των επαναστατών να προκαλέσουν οι ίδιοι την παρέμβαση των Δυνάμεων στις υποθέσεις τους και έτσι να τις εμπλέξουν άμεσα στη διαδικασία της επίλυσής του. Σε μεγάλο βαθμό αυτήν την ανάγκη ικανοποιούσε η τακτική της αναζήτησης Ευρωπαίου μονάρχη που θα ήταν και Ευρωπαίος προστάτης του ελληνικού Αγώνα. Κι αυτό υπήρξε ίσως το ισχυρότερο πλήγμα που επέφεραν οι επαναστάτες κατά του συστήματος της ευρωπαϊκής ισορροπίας των μεταναπολεόντειων χρόνων, διότι απογείωσε τον ανταγωνισμό των Δυνάμεων για την επέκταση της επιρροής τους στο νεοσύστατο κράτος.
Αντί επιλόγου: οι όροι
στην ιστορικότητά τους
Ο Μαυροκορδάτος λοιπόν άφηνε να εννοηθεί ότι η προσωρινότητα ήταν ένα τέχνασμα μέσω του οποίου η ελληνική ηγεσία προσκαλούσε συνειδητά την παρέμβαση και την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Και έχει ενδιαφέρον πως η τοποθέτησή του θυμίζει την παρατήρηση του George Finlay: ότι τα ελληνικά πολιτεύματα αποσκοπούσαν στη δημιουργία εντυπώσεων ή και στην εξαπάτηση των Ευρωπαίων, παρά στην προετοιμασία των προϋποθέσεων για τη διακυβέρνηση της επαναστατημένης χώρας. Αραγε σε ποιον βαθμό ήταν δυνατό να εφαρμοστούν, το διάστημα που συνεχίζονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις; Γνωρίζουμε πάντως πως η Γ’ Εθνοσυνέλευση, που εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια, ψήφισε το πρώτο πολίτευμα που δεν έφερε την προσωνυμία «προσωρινό». Αναμφίβολα τότε η «κατάσταση» ήταν διαφορετική.
Η Ελπίδα Βόγλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια ΔΠΘ