Καθώς οι χώρες βγαίνουν από την πανδημία COVID-19, η έμφαση που είχε δώσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στην ανάγκη εφαρμογής οικονομικών πολιτικών μετά την κρίση με τη σωστή σειρά είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ομως, οι εκτιμήσεις που αφορούν τη βιωσιμότητα τέτοιου σχεδίου σημαίνουν ότι η διάκριση μεταξύ ανάγκης ανάκαμψης και μεταρρύθμισης είναι λιγότερο ξεκάθαρη από ό,τι φαινόταν τη δεκαετία του 1930. Ο Κέινς έγραψε έτσι τον Δεκέμβριο του 1934 ότι ο σκοπός της κυβέρνησης να δαπανήσει ένα «μικρό ποσό χρημάτων» ήταν να ωθήσει τους ιδιώτες και τις εταιρείες «να ξοδέψουν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό». Το πού θα το διαθέσουν δεν απασχολούσε περισσότερο τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Αλλά στη σημερινή εποχή του αυτοματισμού καμία κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να λάβει μια τόσο υπεροπτική στάση απέναντι στη βιωσιμότητα της απασχόλησης. Ηδη από το 1930, στην πραγματικότητα, ο Κέινς προέβλεπε την ανεργία λόγω εξέλιξης της τεχνολογίας ως πρόβλημα που θα ήταν εκτός του πεδίου διαχείρισης της ζήτησης. Από τότε, η επιταχυνόμενη απειλή της μείωσης θέσεων εργασίας έχει διευρύνει αυτό που ο Κέινς ονόμασε «ατζέντα» της κυβέρνησης. Οτι το κράτος πρέπει να ασχολείται κεντρικά με την ταχύτητα της τεχνολογικής καινοτομίας, την επιλογή των τεχνολογιών και τη διανομή των κερδών παραγωγικότητας που επιτρέπει η τεχνολογία. Τα επόμενα χρόνια, η απλή κεϊνσιανή πολιτική πλήρους απασχόλησης θα πρέπει να αλλάξει και να αφορά όχι μόνο πολιτική για εγγύηση κατάρτισης, αλλά και εγγύηση εισοδήματος, καθώς ο χαρακτήρας της εργασίας αλλάζει και η ποσότητα της απαραίτητης ανθρώπινης εργασίας μειώνεται. Η βιώσιμη απασχόληση μπορεί επομένως να είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που τώρα θεωρούμε ως πλήρη απασχόληση.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ