«Η άφιξη του Φιορέλι απογείωσε την ταραχή της και καθόρισε τις ευχές της. Ο Ερωτας, με το πιο ακονισμένο βέλος του, την πλήγωσε για πάντα, και συγχρόνως κάρφωσε και τον όμορφο ξένο. Οταν η Μελίκα βρίσκεται μπροστά του, συμπεριφέρεται ντροπαλά, αμήχανα, τα μάτια της είναι συνήθως χαμηλωμένα ή στρέφονται αλλού για ν’ αποφύγουν τα βλέμματα του αγαπημένου της. Οταν αυτός μιλάει, ο ήχος της φωνής του κάνει το στήθος της να σκιρτά, βάφει τα μάγουλά της. Οταν την πλησιάζει, φλέγεται κι ανατριχιάζει. Οταν απομακρύνεται από κοντά της, ένας πάγος βαραίνει την καρδιά της και στέλνει στα μέλη της ένα ξαφνικό μούδιασμα. Δάκρυα κυλούν απ’ τα ματόφυλλά της, οι σκέψεις της ταξιδεύουν χωρίς σκοπό, τα βλέμματά της είναι αβέβαια, μιλά χωρίς να σκέπτεται, σιωπά αφηρημένα, παραδίδεται σε βαθιά ονειροπόληση που ωστόσο είναι γοητευτική και τα δάκρυα που κυλούν σαν ποτάμι στα μάγουλά της, χωρίς να το θέλει, είναι το μόνο φάρμακο για το πάθος που την καίει». Η αφήγηση για τον βενετσιάνο πειρατή Φιορέλι και την ελληνοπούλα Μελίκα ανήκει σε έναν έλληνα ραψωδό τον οποίο ο γάλλος περιηγητής και ζωγράφος Καστελάν συναντάει στην Επίδαυρο Λιμηρά της Λακωνίας το 1797. Τον αποκαλεί μάλιστα «παραμυθά» όταν δημοσιεύει τις εντυπώσεις του από το ταξίδι υπό μορφή επιστολών, σε τρεις αλλεπάλληλες εκδόσεις με πολλά χαρακτικά του ιδίου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ