Ο συλλογισμός είναι ενστικτώδης και, σε έναν βαθμό, λογικός. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ακολουθεί τα τελευταία χρόνια μια προκλητική στάση απέναντι στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ενώ γίνεται όλο και πιο αυταρχικός απέναντι στον ίδιο του τον λαό, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και διώκοντας όποιον διαφωνεί μαζί του. Οσο πιο σύντομα φύγει από το προσκήνιο λοιπόν, τόσο το καλύτερο για όλους. Κι αν η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας λειτουργήσει καταλυτικά προς αυτή την κατεύθυνση, είναι κι αυτή ευπρόσδεκτη.
Η πραγματικότητα όμως είναι πιο πολύπλοκη. Ο τούρκος πρόεδρος πράγματι είναι στριμωγμένος: η Ευρώπη τον απειλεί με κυρώσεις και ο βασικός του σύμμαχος, ο Ντόναλντ Τραμπ, δεν κατοικοεδρεύει πλέον στον Λευκό Οίκο. Οπως θα διαπιστώσει επίσης ο αναγνώστης από τα πολύ ενδιαφέροντα άρθρα τεσσάρων ειδικών που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», τα προβλήματα για τον Ερντογάν πολλαπλασιάζονται και στο εσωτερικό της χώρας του. Οι μορφωμένοι συντηρητικοί και οι νέοι απομακρύνονται από αυτόν, ωθώντας τον σε μια συμμαχία με τους ακροδεξιούς για την εμπέδωση του τουρκικού εθνικισμού και την πραγμάτωση της «νέας Τουρκίας». Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν κάνει αυτό που ξέρει καλά: προκαλεί κρίσεις, ρήξη και διχασμό προκειμένου να επιβιώσει.
Ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι διπλός. Πρώτον, οι κρίσεις αυτές να επαναληφθούν και εκτός της τουρκικής επικράτειας, να επαναληφθεί δηλαδή το περσινό καλοκαίρι. Δεύτερον, να αυξηθεί επικίνδυνα η αστάθεια στην Τουρκία, κάτι που θα έχει επιπτώσεις τόσο στο γεωπολιτικό πεδίο όσο και στον τουρισμό. Ακόμη κι αν ο Ερντογάν όμως αποχωρήσει από την εξουσία, ποιος μας λέει ότι η συνεννόηση με τον διάδοχό του θα είναι ευκολότερη;
Αυτό που συμφέρει την Ελλάδα είναι μια σταθερή και ρεαλιστική Τουρκία. Μόνον έτσι μπορεί να γίνει διάλογος στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Εκεί αποσκοπούν τόσο η προσεχής επίσκεψη του έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Αγκυρα όσο και η σχεδιαζόμενη συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών. Τα άλλα σενάρια οδηγούν σε περιπέτειες.