Στη σύγχρονη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το κιτς δεν χαρακτηρίζει απλά το κακόγουστο. Συνήθως χρησιμοποιείται ως μια έμμεση ή άμεση κατηγορία που έρχεται να στιγματίσει αισθητικά αλλά και ταυτόχρονα ηθικά – ιδεολογικά τον όποιο φορέα του. Το ξέρουμε ότι ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 το κιτς έγινε προσωνύμιο του γούστου και των καταναλωτικών επιλογών κυρίως εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που ανήλθαν γρήγορα την κοινωνική κλίμακα χωρίς να έχουν το αντίστοιχο πολιτισμικό κεφάλαιο. Μεσαία και αγροτικά στρώματα που το «έπαιζαν» ανώτερα μέσα από παράταιρες επιλογές στη διασκέδαση, στην ενδυμασία, στη διακόσμηση έγιναν αγαπημένο θέμα αποδοκιμασίας της τότε fashion police και κυρίως εκείνων που είχαν πραγματικά ή φανταστικά ανώτερο πολιτισμικό κεφάλαιο (βλ. «κουλτουριάρηδες»). Το φαινόμενο προφανώς και είχε υπαρκτές διαστάσεις, αλλά η επισήμανσή του δεν έγινε με σκοπό την όποια διόρθωση ή κατανόησή του αλλά κυρίως για την καταδίκη των προβλημάτων που έφερε ο γενικός εκδημοκρατισμός που συνεπαγόταν ο «λαϊκισμός» του ΠΑΣΟΚ και οι πολιτισμικές αλλαγές της πρώτης φάσης της Μεταπολίτευσης.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ