Το έργο – σταθμός στην ελληνική δραματουργία, η «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, παρότι είναι κωδικό, τουλάχιστον ιδεολογικά, έργο για την εποχή του και για την ιστορία της ελληνικής σκηνικής τέχνης, δεν είναι ένα έργο που φύτρωσε ξαφνικά, ούτε είναι ως προς τα κοινωνικά του δεδομένα πρωτότυπο. Ακόμα και η αυλή ως χώρος έπαιζε σημαντικό ρόλο στη δραματουργία, το κωμειδύλλιο και το δραματικό ειδύλλιο, είδη καθαρόαιμα ελληνική ιθαγένειας, στην αυλή διαδραματίζονταν, σε αυλή και οι «Φοιτητές» του Ξενόπουλου και βεβαίως στην αυλή το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν. Είχα αιφνιδιάσει τον φίλο Καμπανέλλη, όταν είχε προσκληθεί στα μαθήματά μου στο Πανεπιστήμιο την εποχή που ανέλυα το έργο του, όταν δύο φοιτητές μου (ο ένας σήμερα συνάδελφος κριτικός, ο Κωνσταντίνος Μπούρας) διάβασαν την εργασία τους, ο ένας την «Αυλή» του ίδιου του Καμπανέλλη, ο άλλος την «Αυλή μας» του Κώστα Χατζηαργύρη, ενός από τα ιδρυτικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης. Ο Καμπανέλλης εξήγησε πως το έργο του Χατζηαργύρη είχε απορριφθεί από τον Κουν ως καθαρά ηθογραφικό (πράγματι, είναι ένα λαϊκό μελό), αλλά υπέδειξε στον Καμπανέλλη να γράψει ένα έργο που να διαδραματίζεται σε αυλή, ένα σύγχρονο πάρισον της αρχαίας ορχήστρας. Εργο με τον ίδιο τίτλο, «Αυλή», έχει γράψει και παίξει σε περιοδείες και ο Μίμης Φωτόπουλος.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ