«Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να πω κάτι: απορώ με την αναλγησία σας να θέλετε να μιλάτε με τέτοια περιφρόνηση για ένα τέτοιο μικρό αριστουργηματάκι, που με έκανε έξω φρενών από την ευχαρίστηση. Είναι ένα διαμαντάκι, που θυμίζει από πολλές ενδείξεις τα νεανικά σκιρτήματα των Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν (σ.σ.: σε υποσημείωσή του προσθέτει τον Φον Κλάιστ) – δεν έχω αυτή τη στιγμή άλλον πρόχειρο, αλλά σας ικετεύω να αναθεωρήσετε τη γνώμη σας και να το κοιτάξετε με άλλο μάτι. (Εγώ δεν είμαι τέτοιος. Απαξ και μου αρέσει κάτι δικό μου, μου αρέσει. Ενώ εσείς το κάνετε σαν τον πατέρα που αγαπάει τον δεύτερο γιο του περισσότερο από τον πρώτο). Βλέπω στο κείμενο πολλά – κατά τη γνώμη μου – λάθη στη στίξη, που είναι παρεπόμενα της νεανικής περιόδου. Αυτό, μάλιστα… Ως “εικόνες”, μου θυμίζει ο Ταξιδιώτης (ο οποίος μπορεί να είναι όνειρό σας) καταστάσεις ντοστογιεφσκικές συν κάτι έργα grand guignol αμερικάνικα συν σουρρεαλισμό και, κάπως, Ε.Α. Poe. Οταν έφτασα στο σημείο που αναφέρετε ότι αντίκρυσε το σπίτι ο φυγόδικος, είπα από μέσα μου: “Καιρός τώρα να αναφέρει και τη λέξη αλεξικέραυνο, ο απαίσιος”. Αλλά – προσέξτε την τερατώδη σύμπτωση – αντί για αλεξικέραυνο είχατε το κοντάρι της σημαίας! Και τα δύο του ιδίου σχήματος. Ας σημειωθεί ότι δεν παρατηρήσατε κάτι – και δεν το παρατηρήσατε, γιατί αμφιβάλλω αν διαβάσατε το αριστουργηματάκι αυτό από το ’45. Ιδού: και ο δικός σας ήρωας και ο συγγράψας την ανώνυμη επιστολή επιστρέφουν από ένα στυγερό έγκλημα που κάνανε. Εις επίμετρον, ο μεν “ταξιδιώτης” φορεί κίτρινο πανταλόνι, ο δε “αυτουργός” φορεί κίτρινα χειρόκτια! Εκείνο που κυριολεκτικά με κουρελιάζει, από την αισθητική απόλαυση, είναι ότι μοιάζετε συστηματικά σαν να χαιρεκακείτε με ό,τι εκτυλίσσεται – χαρακτηριστικό όλων των κολοσσών της λογοτεχνίας. Από το άλλο μέρος, ενώ το όλο έργο είναι βασισμένο στην έλλειψη της παραμικρής πιθανότητας, δεν υπάρχει ούτε στιγμή που να μη βεβαιώνεται ο αναγνώστης ότι όλα αυτά είναι πραγματικά. Αν όλα αυτά εσείς τα ονομάζετε, με ειρωνικό τρόπο, νεανικά αμαρτήματα, εγώ τα ονομάζω νεανικά αριστουργήματα. Το ύφος του συγγραφέα στον ενεστώτα (“Πρέπει να βιαστεί. Ψάχνει γύρω του…” κ.λπ.), που είναι χαρακτηρστικό των γαλλικών Γραμμάτων, το κατακρίνω και το θεωρώ σαν εύκολη λύση. Πειραματιζόμενος με τον εαυτό μου, έχω βρει ότι η χρήση του ενεστώτα στο γράψιμο βοηθεί, κατά έναν πολύ επικίνδυνο τρόπο, τον συγγραφέα στο να οργιάζει κυριολεκτικά, και στο να ρέει, η πέννα του. (Δεν εκφράζω τα νοήματά μου καλά – πάντοτε είμαι αδύνατος στην κριτική). Υπολογίζω ότι ο Πεντζίκης, αν ποτέ διάβασε το βιβλίο σας, θα πρέπει να έγινε έξω φρενών από τον ενθουσιασμό, γιατί είναι ενός ύφους που θα τον τρέλλαινε. Αλλη παρατήρηση: η ένταση δεν “πέφτει” σε κανένα σημείο. Τέλος, ο ήρωας, μέσα στη βάρκα – φέρετρο, που μου θυμίζει κάποια ξυλογραφία αγγλικής μεταφράσεως, στα έργα του Λουκιανού (όπως μου θυμίζει Λουκιανό η όλη σκηνή), ταξιδεύει προς τα ερέβη του Κάτω Κόσμου. Το μακάβριο αυτό τέλος με γιόμισε με φρίκη και πόνο, παρ’ όλο που ξέρω, από τον τρόπο με τον οποίο έχει γραφεί το κείμενο, ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεσή σας».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ