Ενας πρώην υπουργός Δικαιοσύνης υποστηρίζει δημοσίως ότι η κυβέρνηση της οποίας υπήρξε μέλος επέσπευσε με δόλο την επικύρωση ενός νέου Ποινικού Κώδικα προκειμένου να ωφεληθούν ορισμένοι κατηγορούμενοι από τη μετατροπή της δωροδοκίας από κακούργημα σε πλημμέλημα, κι έτσι να μπουν κάποιες υποθέσεις στο αρχείο προεκλογικά.
Για την ακρίβεια, δηλώνει ότι έχει υπόψη του συγκεκριμένη υπόθεση για την οποία προτίθεται να καταθέσει όσα γνωρίζει. Και δεν μένει εκεί. Διατείνεται πως η επίσπευση επηρέασε τον χρόνο διενέργειας των τελευταίων εθνικών εκλογών – αφού η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να τις καθυστερήσει μια εβδομάδα, παρά την εξαγγελία που είχε γίνει, ώστε να ψηφιστεί ο εν λόγω Ποινικός Κώδικας στο Κοινοβούλιο.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η νέα έρευνα για τις καταγγελίες του Σταύρου Κοντονή. Καταγγελίες που ακούγονται εξαιρετικά σοβαρές, και γι’ αυτό είναι κάτι παραπάνω από προφανής η ανάγκη να διερευνηθούν μέχρι τέλους από τη Δικαιοσύνη.
Οχι μόνο γιατί αφήνονται υπονοούμενα για τόσο στενές σχέσεις ενός κυβερνώντος κόμματος με «συμφέροντα» – για διαπλοκή δηλαδή. Ούτε μόνο επειδή τέτοιες ενέργειες έχουν, όπως λέει ο καταγγέλλων, «ταξικό πρόσημο» – υποδηλώνουν, άρα, μια τουλάχιστον περίεργη αλληλεπίδραση της πρώτης φοράς Αριστερά με ολιγάρχες.
Πρέπει να διερευνηθούν κυρίως γιατί οι αιχμές πως μια κυβέρνηση παραγράφει σοβαρά αδικήματα απειλούν τα ίδια τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφού θέτουν εν αμφιβόλω την ακεραιότητα των θεσμών της. Οφείλουμε, παρεμπιπτόντως, να μην τις πάρουμε αψήφιστα για έναν επιπλέον λόγο: διατυπώνονται από κάποιον που προέρχεται από τα σπλάχνα της κυβερνώσας Αριστεράς.