Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών αντιπαρατέθηκε δημόσια με τον τούρκο ομόλογό του την περασμένη Πέμπτη. Ετσι, προκύπτουν δύο ερωτήματα. Γιατί η Τουρκία λειτουργεί σαν Ιανός (και) στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και κατά πόσο η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί μαζί της; Ξεκινώντας από το πρώτο, είναι σαφές ότι η τουρκική ηγεσία διέρχεται μια περίοδο δοκιμασίας. Η οικονομία, χωρίς να καταρρέει, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών. Το χειρότερο για τον Ερντογάν είναι ότι έχουν χτυπηθεί τα πιο ευάλωτα και φτωχά στρώματα, που αποτελούν τον πυρήνα των ψηφοφόρων του. Ετσι, η οικονομική κρίση μεταφράζεται σε πολιτική αμφισβήτηση. Απόρροια αυτής, για πρώτη φορά, έστω και δημοσκοπικά, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 30% και ο Ερντογάν φέρεται να χάνει από δύο ανθυποψήφιους, τους δημάρχους Αγκυρας και Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, ο συγκυβερνήτης Μπαχτσελί κατακρημνίζεται σε όλες τις μετρήσεις, με αποτέλεσμα ο κυβερνητικός συνασπισμός δύσκολα να επιβιώσει στις επόμενες εκλογές, οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη και εντός του 2021. Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπίσει αυτή τη δυσμενή πολιτικοοικονομική πραγματικότητα, είναι υποχρεωμένος να ανοιχθεί στη Δύση. Γιατί; Επειδή το Κατάρ δεν μπορεί να αιμοδοτεί την τουρκική οικονομία εσαεί και εξίσου επειδή η τελευταία είναι άρρηκτα δεμένη με τη Δύση. Αρα, η ανάκαμψη της οικονομίας διέρχεται από Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ