O ελληνοτουρκικός διάλογος ήταν ανέκαθεν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Προσκρούει σε σημαντικές, χρόνιες και δυσεπίλυτες διαφορές. Παρεμποδίζεται από την αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία. Σκοντάφτει και στις προτεραιότητες της κάθε πλευράς: η Ελλάδα δείχνει τις συνθήκες, η Τουρκία τα drones της.
Ο διάλογος γίνεται ακόμη πιο δύσκολος όταν οι διαφωνίες, που είθισται να συζητούνται πίσω από κλειστές πόρτες, εκτοξεύονται ξαφνικά με εκρηκτικό τρόπο στο προσκήνιο. Αυτό έγινε την Πέμπτη το βράδυ στην Αγκυρα με τις δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου και του Νίκου Δένδια. Ο πρώτος μίλησε για «τουρκική μειονότητα», ο δεύτερος απάντησε αναδεικνύοντας όλες τις «κόκκινες γραμμές» της χώρας μας, οι τόνοι ανέβηκαν και ο απολογισμός μιας επίσκεψης που εκτυλισσόταν ως τότε σε καλό κλίμα μετατράπηκε σε αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης μπροστά στις κάμερες.
Ενα τέτοιο επεισόδιο θα μπορούσε να οδηγήσει στο πάγωμα των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Αντιθέτως, θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την περαιτέρω αναθέρμανσή τους. Καμιά πλευρά, άλλωστε, δεν έθεσε καινούργια θέματα στη συζήτηση. Και οι δύο πλευρές τόνισαν ότι θέλουν τη συνέχιση των διερευνητικών συνομιλιών, με αμοιβαίες μάλιστα επισκέψεις των ηγετών των δύο χωρών. Οπως είπε ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, «είμαστε προορισμένοι να ζούμε μαζί, άρα πρέπει να συνεργαστούμε για την εμπέδωση σχέσεων καλής γειτονίας».
Μια τέτοια συνεργασία προϋποθέτει ρεαλισμό, κατανόηση, ειλικρίνεια, ψυχραιμία και μια «έξυπνη» διπλωματία, ώστε να λειαίνουμε αυτά που μας χωρίζουν και να χτίζουμε πάνω σ’ αυτά που μας ενώνουν. Οπως παραδέχθηκε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, «τα τετελεσμένα και οι προκλητικές δηλώσεις πρέπει να αποφεύγονται». Καλό είναι επίσης να αποφεύγονται οι λεονταρισμοί – σε όλες τις πλευρές. Σε έναν διάλογο, ο στόχος δεν είναι να νικήσεις, αλλά να φτάσεις σε έναν έντιμο συμβιβασμό που θα εξασφαλίζει μια ειρηνική συνύπαρξη.
Και γι’ αυτά που δεν μπορεί να λυθούν με τον διάλογο, υπάρχουν πάντα τα αναγνωρισμένα διεθνή όργανα. Ετσι λειτουργεί ο ανθρώπινος πολιτισμός.