Με έναν απλοϊκό συλλογισμό θα μπορούσε να υποστηρίζει κανείς, ότι οι δημόσιες δαπάνες που πραγματοποιεί η ελληνική κυβέρνηση για να στηρίξει τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που πλήττονται από την πανδημία από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι σήμερα, οι οποίες φθάνουν στα 24 δισ., μετατρέπονται σε καταθέσεις στις τράπεζες κατά το ίδιο σχεδόν ποσό (20 δισ.). Αυτό το φαινόμενο δεν εμφανίζεται μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι δημόσιες δαπάνες δεν γίνονται ισόποσες καταθέσεις από τους ίδιους φορείς, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία είναι ασύμμετρες και διαφορετικές σε κλάδους, επιχειρήσεις και εργαζόμενους στο εσωτερικό μιας χώρας και βέβαια μεταξύ των διαφόρων χωρών. Είναι γεγονός ότι ορισμένοι κλάδοι, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και η ψυχαγωγία και λιγότερο η ένδυση και υπόδηση έχουν πληγεί σχεδόν ανεπανόρθωτα και συνεπώς οι εργαζόμενοι σ’ αυτούς τους κλάδους, αλλά και σε πολλούς άλλους που συνδέονται με τους προηγούμενους, βρίσκονται σε παύση εργασιών ή/και στην ανεργία. Προς αυτούς απευθύνεται η κρατική βοήθεια χωρίς μάλιστα να μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες εισοδήματος που υφίστανται. Αντίθετα, άλλοι κλάδοι, και οι εργαζόμενοι σ’ αυτούς, δεν έχουν πληγεί σχεδόν καθόλου. Μπορούν συνεπώς να αποταμιεύουν, καθώς περιορίζεται δραστικά η κατανάλωσή τους για  τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των κλάδων που βρίσκονται σε αναγκαστική αργία.

Στο διεθνές επίπεδο, οι χώρες οι οποίες έχουν μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητάς τους στους προαναφερόμενους κλάδους (τουρισμός, εστίαση, διασκέδαση) πλήττονται πολύ περισσότερο από άλλες χώρες. Οι χώρες αυτές είναι κυρίως οι ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό στήριξαν την ανάπτυξή τους σε αυτούς τους κλάδους με πρώτες την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει ότι το 2020, η ύφεση στις τέσσερις αυτές χώρες έφθασε στο 9-11% και δυστυχώς συνεχίζεται, λόγω της έξαρσης της πανδημίας στους πρώτους μήνες του 2021. Αντίθετα, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στην Τουρκία, η ύφεση το 2020 δεν ξεπέρασε το 4-6%. Στις ΗΠΑ ήταν μόλις 2-3%, παρά την οξύτητα της υγειονομικής κρίσης, ενώ στην Κίνα δεν υπήρξε καμία ύφεση.

Προφανώς το μέγα ερώτημα είναι πώς θα πληρωθούν τα χρέη που έχουν δημιουργηθεί, ιδιωτικά και δημόσια, σε όλες τις χώρες, αλλά κυρίως από αυτές που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση και βέβαια από αυτούς τους κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς δεν αποκλείεται αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, λόγω πιθανής αναζωπύρωσης του πληθωρισμού εξαιτίας της υπερβάλλουσας ζήτησης και των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι περικοπές  χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, αν γίνουν θα είναι περιορισμένες. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής τους είναι η ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Ειδικότερα στη χώρα  μας, σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις, το αισιόδοξο σενάριο ανάκαμψης για το 2021 βρίσκεται στο 4,5%  και το δυσμενές στο 2,5%, καθώς η πανδημία συνεχίζεται το 2021. Από το 2022 και μετά, οι προσπάθειες της κυβέρνησης αναμένεται να αποδώσουν ρυθμό ανάπτυξης 3,5% ετησίως για την επόμενη δεκαετία, μέσω του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και της κινητοποίησης ιδιωτικών επενδύσεων. Η επαλήθευση των προβλέψεων αυτών εξαρτάται προφανώς από τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων (π.χ. στη Δημόσια Διοίκηση) και από την επίτευξη κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης.

O Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός