Την τελευταία εικοσαετία παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες για την επίλυση του Κυπριακού. Και χάθηκαν όλες, με τις ευθύνες να βαραίνουν τόσο την τουρκοκυπριακή όσο και την ελληνοκυπριακή πλευρά. Τη Μεγάλη Τρίτη, με την άτυπη πενταμερή διάσκεψη που θα συγκληθεί από τον ΟΗΕ στη Γενεύη, θα υπάρξει μια ακόμη ευκαιρία, ενδεχομένως η τελευταία. Δεν πρέπει να χαθεί κι αυτή.
Ο νέος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων αλλά και η Αγκυρα μιλούν πλέον ανοιχτά για συνομοσπονδία ή και για δύο κυρίαρχα κράτη. Οπως όμως τονίζει ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αποδεκτό από την Ευρώπη. Και η Τουρκία το γνωρίζει. Σε μεγάλο βαθμό, λοιπόν, η πίεση για υποχωρήσεις ασκείται, και πρέπει να ασκείται, προς την πλευρά της. Η μόνη δίκαιη, ρεαλιστική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, που θα επανενώνει το νησί και θα εξασφαλίζει ότι όλη η επικράτειά του αποτελεί μέρος της ΕΕ, είναι στη βάση της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Υπάρχουν όμως δύο πράγματα που πρέπει να κάνει και η ελληνοκυπριακή πλευρά. Προς τα έξω, να αποδεχθεί χωρίς ενδοιασμούς, αναλαμβάνοντας και σχετικές πειστικές πρωτοβουλίες, την πολιτική ισότητα των δύο συνιστώντων μερών. Προς τα μέσα, να εξηγήσει τα οφέλη της λύσης. Διατήρηση του στάτους κβο σημαίνει αύξηση των εποίκων, απώλεια της Αμμοχώστου, αποχώρηση της δύναμης των Ηνωμένων Εθνών από την Κύπρο και κύμα αναγνωρίσεων του ψευδοκράτους. Λύση, όπως λέει και ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου Γιώργος Βασιλείου στα «ΝΕΑ», σημαίνει αντιθέτως ασφάλεια, ελεύθερη διακίνηση, επίλυση του περιουσιακού, ξένες επενδύσεις και πολλά άλλα.
Το δίδαγμα για το Κυπριακό, όπως και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι ένα: ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ο διάλογος δεν πρέπει να καταρρεύσει. Αλλά ούτε και να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Ο χρόνος δεν επουλώνει μόνο τραύματα. Εδραιώνει και αδικίες.