Η αναζωπύρωση της έντασης και οι σφοδρές ισραηλινοπαλαιστινιακές συγκρούσεις είναι εξόχως ανησυχητικές αλλά και ως έναν βαθμό διδακτικές. Ανησυχητικές αφού είναι πιθανό να γενικευθούν, αθροίζοντας έναν παράγοντα αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή με λουτρό αίματος και ανυπολόγιστη καταστροφή. Πολύ περισσότερο σήμερα που η γεωπολιτική ρευστότητα και η μεταβλητή της πανδημίας είναι παράμετροι που μπορούν να προκαλέσουν χάος.
Διδακτική όμως, ως έναν βαθμό, για εμάς. Για τη δική μας εξωτερική πολιτική και στάση που οφείλει να είναι προσεκτική, να σεβαστεί τις δεσμεύσεις και τις συμμαχίες μας με κράτη όπως το Ισραήλ, αλλά και να συμβάλει σε μια εξομάλυνση μέσω του Διεθνούς Δικαίου, του ΟΗΕ και του φιλειρηνικού λόγου. Δεν είμαστε στη δεκαετία του ’80, ούτε καν του ’90, ενώ η όποια θυμική εκκίνηση για να τοποθετηθούμε σχετικά με όσα συμβαίνουν στην περιοχή θα ήταν καταστροφική. Και συν τοις άλλοις δεν θα συνέβαλλε και σε τίποτε όσον αφορά τους λαούς.
Η εξίσωση είναι δισεπίλυτη, απαιτεί αποφασιστική μεσολάβηση, κοινή συμφωνία των εμπλεκομένων, διαπραγματεύσεις σε βάθος. Οι μανιχαϊσμοί, οι απλοϊκές αποδόσεις και οι βερμπαλισμοί δεν μπορούν να είναι χαρακτηριστικά του δικού μας διπλωματικού λόγου. Και ευτυχώς δεν είναι. Ωριμα και ισορροπημένα η Ελλάδα οφείλει να παρακολουθεί τις εξελίξεις ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Πάνω απ’ όλα ως πόλος σταθερότητας στην περιοχή και με το κύρος μιας ευρωπαϊκής χώρας.