Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η επικείμενη επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στη χώρα μας είναι μια δύσκολη επίσκεψη. Οχι μόνο γιατί κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το κατά πόσο ο υψηλός προσκεκλημένος έρχεται αποφασισμένος να πάρει τη ρεβάνς για την εμφάνιση του έλληνα ομολόγου του στην Αγκυρα τον Απρίλιο. Αλλά κι επειδή η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου έχει διαφανεί ήδη από τις διπλωματικές προετοιμασίες του ταξιδιού του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Ακριβώς όμως για όλους τους προαναφερθέντες λόγους η Αθήνα οφείλει να τον υποδεχτεί με ψυχραιμία – αν όχι με ψυχρό αίμα. Οφείλει να προετοιμαστεί καλά ώστε να μην πέσει σε καμία από τις παγίδες που η τουρκική διπλωματία έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει να στήσει μέχρι και στο πλαίσιο μιας συνάντησης με διακηρυγμένο στόχο την εξεύρεση σημείων σύγκλισης.
Και είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο να μην επιτρέψει στην Αγκυρα να θέσει εκείνη τους κανόνες του παιχνιδιού – ειδικά εντός ελληνικών συνόρων -, αφού με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξει εμπράκτως ότι η Ελλάδα είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος. Ενα κράτος, δηλαδή, που λύνει τις διαφορές του με τους γείτονές του μόνο στο πλαίσιο της συμμετοχής του στο κλαμπ της ΕΕ.
Μαξίμου και ΥΠΕΞ θεωρούν ότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να ναρκοθετήσει την επίσκεψη του επικεφαλής της διπλωματίας της. Ακόμη κι αν έχουν δίκιο, πάντως, πρέπει να είναι έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα. Και σε κάθε περίπτωση πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα του Διεθνούς Δικαίου.