Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν για την Ελλάδα ανάκαμψη από φέτος – με ισχυρότερη να καταγράφεται το 2022 – με κύρια πηγή τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και τις επενδύσεις. Το Ταμείο μάλιστα υπολογίζει ότι η πανδημία θα προκαλέσει μόνιμες απώλειες της τάξεως του 3% στην ελληνική οικονομία. Η Κομισιόν βλέπει ανάπτυξη 4,1% το 2021 και 6,2% το 2022, πρωτογενές έλλειμμα 7,3% του ΑΕΠ το 2021 και στο 0,5% του ΑΕΠ το 2022. Το Ταμείο προβλέπει ανάκαμψη 3,3% του ΑΕΠ για φέτος και 5,4% το 2022, πρωτογενές έλλειμμα φέτος 7,25% και στο 1% το 2022.

Στα δημοσιονομικά, το Ταμείο δεν παραλείπει να ζητεί από την Αθήνα μειώσεις στις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις, ζητώντας να δοθεί έμφαση στον μακροπρόθεσμο στόχο της βελτίωσης του μείγματος δαπανών στον προϋπολογισμό. Αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των χασμάτων στο πρόγραμμα του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, καθώς η στήριξη θα πρέπει να μεταφερθεί από τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Κάνει λόγο για μια ανανεωμένη ώθηση στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μεσοπρόθεσμα, μέσω και της διεύρυνσης της βάσης του φόρου προσωπικού εισοδήματος, της αντιμετώπισης των κενών στη συμμόρφωση με τον ΦΠΑ και προς την εξοικονόμηση δαπανών από προγράμματα που δεν έχουν καλή στόχευση (περιλαμβανομένων των συντάξεων), από τους μισθούς του Δημοσίου και από τις ΔΕΚΟ (που αποστραγγίζουν τον προϋπολογισμό).

Στο μέτωπο του χρέους, η Κομισιόν αναφέρεται στην πτωτική τροχιά μετά το 2021, που θα φτάσει στο 169% του ΑΕΠ έως τα τέλη της δεκαετίας και θα πέσει κάτω από το 100% έως το 2047. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ έως το 2030 και στο 13% έως το 2060. Τα εναλλακτικά σενάρια δείχνουν μόνο ελαφρώς αυξημένους κινδύνους για τη βιωσιμότητα. Το ΔΝΤ τονίζει ότι το χρέος θα μειωθεί μεσοπρόθεσμα και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες και η ικανότητα αποπληρωμής του ΔΝΤ παραμένουν επαρκείς στην περίπτωση διαφόρων πτωτικών ρίσκων. Παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, βασιζόμενο στην αρνητική διαφορά επιτοκίων – ανάπτυξης και στη σταδιακή επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα και στο μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας της κυβέρνησης. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας, δεν μπορεί να υπάρξει οριστική εκτίμηση ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.