Το πρωί της Πέμπτης στο λιμάνι του Πειραιά εκτυλίχθηκε μια κλασική σκηνή ξεπερασμένου συνδικαλισμού. Είκοσι συνδικαλιστές προσπάθησαν να εμποδίσουν τον απόπλου των πλοίων στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Αυτό που ακολούθησε ήταν ενδεικτικό του πόσο πολύ έχει αποκοπεί το συνδικαλιστικό κίνημα από τους απλούς εργαζομένους: οι αγανακτισμένοι επιβάτες ήταν εκείνοι που, έπειτα από πολύωρη καθυστέρηση, κατάφεραν να διώξουν τους συνδικαλιστές από το σημείο. Σε μια άλλη εποχή, η ταλαιπωρία δεν θα είχε σημασία. Κανείς δεν θα τολμούσε να πάει κόντρα σε μια απόφαση σωματείου.

Ηρθε η ώρα αυτές οι ιδιότυπες ομηρείες χιλιάδων ανθρώπων από μια τόσο μικρή ομάδα επαγγελματιών συνδικαλιστών να σταματήσουν. Οχι διά της βίας, γιατί το δικαίωμα στην απεργία συνεχίζει να είναι από τα σημαντικά για κάθε εργαζόμενο. Το πρόβλημα ξεκινάει από τον τρόπο που οι ίδιοι οι συνδικαλιστές αντιλαμβάνονται τον συνδικαλισμό, ειδικά όταν προχωρούν σε αποφάσεις στις οποίες γνωρίζουν πως δεν έχουν μαζί τους ούτε την πλειοψηφία του κλάδου τους ούτε τη στήριξη των πολιτών. Υπάρχουν απεργίες που στηρίζονται με πάθος από την κοινωνία και συνδικαλιστές που ρίχνουν σ’ αυτές όλο τους το βάρος. Υπάρχουν όμως και άλλες, σαν αυτή στο λιμάνι του Πειραιά, που γίνεται για να γίνει, χωρίς κανένα αντίκρισμα. Οπως κι άλλες, στο κέντρο της Αθήνας, από είκοσι ή πενήντα άτομα, που κανείς δεν μαθαίνει ποτέ για ποιον λόγο έγιναν.

Στην πραγματικότητα, κάθε απεργία δεν λειτουργεί απλά ως μοχλός πίεσης απέναντι σε μια κυβέρνηση ή έναν εργοδότη. Είναι μια ευκαιρία τα αιτήματα των απεργών να γίνουν γνωστά. Τι έμεινε από τη χθεσινή απεργία στο λιμάνι; Ενας σκληρός τσακωμός και η φράση «άντε βρες καμιά δουλειά».