Οταν το 1975 έγραψα την κριτική μου, στο «ΒΗΜΑ» τότε, για τους «Προστάτες» του Μήτσου Ευθυμιάδη (1945 – 2003), είχα αποπειραθεί να κάνω κι έναν απολογισμό της κριτικής μου θητείας ήδη τεσσάρων ετών. Και δεν είναι τυχαίο ότι έγινε με αυτό το έργο του Ευθυμιάδη. Εγραφα τότε: «Οταν πριν τέσσερα χρόνια ακριβώς άρχιζα με τα πενιχρά μέσα μου, σε χρόνια δύσκολα, τη μάχη μου για το θέατρο από αυτές τις φιλότιμες και ελεύθερες στήλες, ένιωθα μακάβρια μόνος. Το νεοελληνικό θέατρο είχε περάσει σε χέρια νέων και ταλαντούχων συγγραφέων, αναμφισβήτητα, που έπλεαν χωρίς πυξίδα. Οι “άνεμοι” της Ευρώπης φυσούσαν δυνατοί και οι σκηνές μας γέμιζαν από φωνές αλλότριες, σχήματα οθνεία, προβλήματα ανοίκεια. Φώναζα για ένα θέατρο ιθαγενές και προπηλακιζόμενο. Επεδείκνυα κάποιους δρόμους που οδηγούσαν στις πηγές και στις μορφές μιας στέρεης παράδοσης και με λοιδορούσαν. Μιλούσα για το οικείο πρόβλημα με την οικεία μορφή και με κατηγορούσαν (οι νέοι Αντιοχείς) για συντηρητισμό. Οταν δημοσίευσα σε αυτές τις στήλες το πρώτο σοβαρό άρθρο που αντιμετώπιζε την Επιθεώρηση ως αυτόνομο, έγκυρο και ιθαγενές θεατρικό είδος (το παλιότερο που γνωρίζω ήταν του Φώτου Πολίτη που αποκαλούσε την Επιθεώρηση είδος ακατανόμαστο) και, όταν καλούσα τους νέους συγγραφείς να γράψουν νούμερα, αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι για τη μείωση, στην οποία τους καλούσα! Προπηλάκιζαν, λοιδορούσαν και ενέδιδαν. Πίσω δεν υπήρχε, παρά το έργο του Καμπανέλλη, ένα μονόπρακτο του Ζιώγα, ένας Σκαρίμπας και η “Φαύστα” του Μποστ. Δρομοδείχτες. Και μέσα στα τελευταία τρία χρόνια και Επιθεώρηση έγραψαν και έπαιξαν (“Και συ χτενίζεσαι”, “Εθνική κωμωδία”, “Ω, τί κόσμος, μπαμπά”) και στις γνήσιες φόρμες κατέφυγαν και οικεία προβλήματα καυτά κατά πρόσωπο αντιμετώπισαν (“Λάκκος και η φάβα”, “Τρομπόνι”, “Καραγκιόζης παραλίγο Βεζύρης”, “Κομέντια”, “Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο”, “Ολονυκτία”, “Μπουλουκτσήδες”, “Χάσαμε τη θεία, στοπ”) και τον Χουρμούζη ανακάλυψαν και τον Καπετανάκη και τον Αγγελο Βλάχο και τον Κορομηλά, ακόμα και τα Κρατικά θέατρα καταδέχτηκαν και τον “Γενικό Γραμματέα” και τον “Φιάκα”. Μέσα σε τρία χρόνια γίνανε πολλά. Οσα, ίσως, έπρεπε να έχουν γίνει πριν τριάντα χρόνια. Η στήλη δεν αλαζονεύεται, δικαιούται, όμως, να χαίρεται διπλά. Πρόβλεψε και βοήθησε αυτή τη στροφή, αν δεν την προκάλεσε, τίποτα δεν προκαλείται, αν δεν είναι αναγκαίο».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ