Θα είναι ομολογουμένως μια Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ που θα βγάλει ειδήσεις, αφού είναι η πρώτη του προέδρου Μπάιντεν και σηματοδοτεί την ολική επαναφορά των ΗΠΑ στα γεωπολιτικά παίγνια σε μια εξόχως ρευστή συγκυρία.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα έχει ενδιαφέρον και σημασία πώς θα κινηθούμε σε σχέση με την Τουρκία αλλά και με τον αμερικανικό παράγοντα. Εδώ θα πρέπει να είναι σαφής η στρατηγική μας, οι κόκκινες γραμμές μας, οι συντεταγμένες προθέσεις μας για διάλογο. Εδώ θα έχουμε την ευκαιρία να το κάνουμε με τον απόλυτα οργανωμένο και επίσημο τρόπο, στο περιθώριο πάντα της Συνόδου, αφού θα μπορεί να επιτευχθεί κατά τη συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού με τον Ερντογάν αλλά και με την πιθανή συνάντηση του πρώτου με τον αμερικανό πρόεδρο.
Σχηματικά, σε δύο συναντήσεις η Αθήνα θα μπορεί να υπενθυμίσει τις πάγιες θέσεις της αλλά και να επικαιροποιήσει τις σχέσεις της με τους συμμάχους της ως χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Και άρα ως πόλος σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου. Και πάντα με την προϋπόθεση πως θα δούμε αυτή τη Σύνοδο ως μια επανεκκίνηση του μηχανισμού της Βορειοατλαντικής Συμφωνίας μετά την αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση Τραμπ και άρα και τη χώρα μας ως οργανικό μέλος της.
Αντίθετα, η Τουρκία με την παρελκυστική πολιτική της θα έχει μεγαλύτερο έδαφος να καλύψει και περισσότερους να πείσει και αυτό θα είναι ένα εκ των πλεονεκτημάτων με τα οποία θα προσέλθουμε στην κρίσιμη Σύνοδο.