Η συζήτηση για τα προνόμια στους εμβολιασμένους δεν ξεκίνησε χθες, με τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εδώ και πολύ καιρό, από τότε σχεδόν που τα πρώτα εμβόλια έφυγαν από τα εργαστήρια παραγωγής, η παγκόσμια κοινότητα ήξερε πως, κάποια στιγμή, θα βρεθεί στο μεταίχμιο, πως θα πρέπει να αποφασίσει αν όσοι έχουν επιλέξει να εμβολιαστούν θα είναι οι πρώτοι που θα βγουν στη νέα κανονικότητα, αφήνοντας πίσω τούς ανεμβολίαστους.
Η κουβέντα έφτασε στην Ελλάδα λόγω της μειωμένης ροής των ραντεβού για εμβολιασμό, που παρά τις προσπάθειες των Αρχών δεν δείχνει να ανεβαίνει. Οσοι επέλεξαν να εμβολιαστούν με τη σειρά τους, ωστόσο, δεν το έκαναν επειδή κάποιος τους προσέφερε προνόμια. Το μεγαλύτερο προνόμιο που τους δόθηκε ήταν ο ίδιος ο εμβολιασμός, το δικαίωμα στο μέλλον: χάρη σ’ αυτόν μπόρεσαν όχι μόνο να σώσουν τη ζωή τους, αλλά και τις ζωές των οικείων και των φίλων τους.
Εκ των πραγμάτων, η ελληνική οικονομία που περιμένει το καλοκαίρι για να μειώσει τη ζημιά του παρατεταμένου λοκντάουν δεν μπορεί να ανακάμψει υπό τον φόβο νέων περιορισμών λόγω αυξημένων κρουσμάτων το φθινόπωρο. Εκ των πραγμάτων, οι εμβολιασμένοι θα αποκτήσουν προνόμια που οι ανεμβολίαστοι δεν θα έχουν. Οχι γιατί κάποιος ευνοείται με το να υπάρχουν πολίτες δύο ταχυτήτων (μάλλον το αντίθετο), αλλά γιατί δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Η δημόσια υγεία συνεχίζει να είναι το ζητούμενο.
Οταν ξεκινήσαμε την περιπέτεια του κορωνοϊού, δεν ξέραμε με ποιον τρόπο να τον σταματήσουμε. Τώρα όμως ξέρουμε: δεν υπάρχει ταχύτερος και ασφαλέστερος δρόμος από τον μαζικό εμβολιασμό. Αν τα προνόμια είναι ένας τρόπος για να το κατανοήσουν και όσοι ακόμα διστάζουν να εμβολιαστούν, τότε δεν είναι μόνο δίκαια, αλλά και απαραίτητα.