Το ντιμπέιτ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων δεν θα είναι απλώς ένα για τα «προνόμια» ή τις «διευκολύνσεις» των πρώτων. Οπως έχει ήδη φανεί, προτού καν αρχίσει να φουντώνει, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια συζήτηση που θα ξεφύγει από τους κανόνες της αντιπαράθεσης ιδεών. Ενδέχεται, επομένως, να θυμίσει τις παλιές κακές εποχές των Μνημονίων – όταν η κοινωνία και πάλι είχε διχαστεί.
Ακριβώς γι’ αυτό όσοι έχουν θεσμικό ρόλο οφείλουν να συμμετέχουν στη σχετική δημόσια συζήτηση νηφάλια και με στέρεα επιχειρήματα. Σύμφωνα με την πλειονότητα των συνταγματολόγων κάθε επιχειρηματίας έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την είσοδο πελατών που δεν έχουν εμβολιαστεί στην επιχείρησή του για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.
Δεν έχει όμως κανένα συνταγματικό πάτημα να απολύσει έναν εργαζόμενό του που αρνείται να κάνει το εμβόλιο. Αν έρθει αντιμέτωπος με μια τέτοια περίπτωση νομιμοποιείται να αποφασίσει να τον μεταθέσει σε θέση όπου δεν θα έρχεται σε επαφή με κόσμο, να τον θέσει σε αργία ή να του επιβάλει στέρηση μισθού. Φυσικά σε ορισμένα επαγγέλματα, όπως εκείνα των υγειονομικών, ο εμβολιασμός δύναται να καταστεί υποχρεωτικός με βάση το Σύνταγμα.
Είναι καλό να έχουμε πάντα υπόψη τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας όταν διεξάγουμε τόσο κρίσιμους για τη δημόσια υγεία και την εθνική οικονομία διαλόγους, ώστε να μην πυροδοτούνται εντάσεις από ιδέες που συνταγματικά είναι ανεφάρμοστες. Αλλά είναι εξίσου αναγκαίο να μην ξεχνάμε και τη δύναμη της συνεννόησης και της πειθούς. Η επιτυχία ενός επιχειρήματος εξαρτάται πάντα από τον τρόπο της διατύπωσής του. Εξού και η δημιουργία κουλτούρας εμβολιασμού μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική και χρήσιμη από τις απειλές.