Υπάρχει μία άτυπη συνθήκη που χαρακτηρίζει τη σχέση του ελληνικού κοινού με τα είδωλά του, είτε αυτά προέρχονται από τον χώρο της τέχνης είτε του αθλητισμού είτε της πολιτικής. Κάποια καταγράφονται στη συλλογική συνείδηση με το μικρό τους όνομα. Είναι, για παράδειγμα, η «Μελίνα», ο «Ανδρέας», η «Αλίκη». Πρόσωπα που η απόσταση την οποία προκαλεί η αίγλη τους σαν να εκμηδενίζεται από μια αίσθηση ότι είναι «δικοί σου» άνθρωποι, ότι κάπως «συνομιλείς» απευθείας μαζί τους, ότι κι εκείνοι, ενώ συνδιαλέγονται με ένα τεράστιο κοινό, απευθύνονται σε εσένα προσωπικά. Αυτή η αύρα αμεσότητας όμως που τους περιβάλλει, αντί να μειώνει τον θαυμασμό, τον πολλαπλασιάζει. Ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα, τα πολύ λίγα στην Ελλάδα, και η «Χαρούλα», όπως έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας από το συναίσθημά μας. Αλλά, συγχρόνως, και η Χάρις Αλεξίου που εδώ και πενήντα, περίπου, χρόνια γράφει από μόνη της ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του ελληνικού τραγουδιού, του ελληνικού πολιτισμού – και αυτό έχει καταγραφεί στο συναίσθημά μας από τη συνείδησή μας.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ