Το καλοκαίρι του ’87, τα Ελληνόπουλα, που έως τότε κλώτσαγαν στις αλάνες ένα ασπρόμαυρο τόπι, τα μάγεψε ξαφνικά μία πορτοκαλί μπάλα. Μέσα στις 12 μέρες του θριάμβου της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ, τα δωμάτιά τους γέμισαν με αφίσες του Παναγιώτη Γιαννάκη και των άλλων παιδιών. Αρχισαν να μιλούν για «βήματα» και «τζαμπ σουτ» και να εκστασιάζονται με τους άθλους του Νίκου Γκάλη, του νέου τους ήρωα, για τον οποίο ακουγόταν ότι μπορεί και περπατάει στον αέρα. Εκτοτε, χιλιάδες μπασκέτες στήθηκαν σε κάθε χωριό, τα γήπεδα γέμισαν από παιδιά που ήθελαν να μιμηθούν τα πρότυπά τους και το ελληνικό μπάσκετ απογειώθηκε. Οταν στις 14 Ιουνίου 1987, ο Αργύρης Καμπούρης έστελνε με τις ιστορικές βολές του την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης, ο Θοδωρής Σταθόπουλος, προπονητής αντισφαίρισης σήμερα, ήταν μόλις τριών ετών. «Τότε ήταν λίγο κάπως να ασχολείσαι με το τένις. Ελεγαν, έλα μωρέ, τένις παίζεις, δεν είναι τίποτα. Υπήρχε μια προκατάληψη απέναντι στο άθλημα» θυμάται ο Θοδωρής. Στα μέσα του ’90, ενώ όλοι έπαιζαν μπάσκετ και ποδόσφαιρο, εκείνος ζήτησε από τους γονείς του να τον γράψουν στον «Αισχύλο», τον Ομιλο Αντισφαίρισης Ελευσίνας. «Μου άρεσε, καθόμουν ώρες και έβλεπα. Παλιά το τένις ήταν της ελίτ, υπήρχαν γήπεδα σε Κηφισιά, Γλυφάδα, Εκάλη… Οταν έγιναν και σε περιοχές όπως το Περιστέρι και το Χαϊδάρι, έγινε πιο προσιτό και έφυγε αυτή η ταμπέλα» εξηγεί ο 37χρονος προπονητής.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ