«Δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, υπάρχουν απλώς εθνικά συμφέροντα» είχε διδάξει πρώτος ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μια χώρα που βλέπει σχεδόν πάντα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής από τη σκοπιά του θυμικού. Ωστόσο, ακόμη κι έναν αιώνα αργότερα πολλοί από το πολιτικό της σύστημα κάνουν το λάθος να αντιμετωπίζουν το μείζον θέμα της, τα ελληνοτουρκικά, με όρους συναισθηματικούς.
Το ίδιο συνέβη και μετά το προχθεσινό τετ α τετ του έλληνα Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο. Η διαχείριση των σχέσεών μας με τον πιο δύσκολο γείτονα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου όμως απαιτεί ρεαλισμό. Ο ενθουσιασμός ή η απαισιοδοξία είναι κακοί σύμβουλοι σε ένα παιχνίδι στη διεθνή σκακιέρα, η έκβαση του οποίου εξαρτάται από πολλούς και διαφορετικούς σε κάθε φάση του παράγοντες.
Οι εναλλασσόμενες περίοδοι ήπιας ή μεγαλύτερης έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι το μοτίβο των τελευταίων δεκαετιών. Γι’ αυτό, το ψυχρό αίμα στην διπλωματική προσέγγιση είναι ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που οφείλει να καλλιεργήσει η ελληνική πλευρά.
Οπως και ο πραγματισμός στην ανάλυση των συνθηκών και των ευκαιριών που παρουσιάζονται. Η Αγκυρα – όπως επιβεβαίωσε κι η συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν στη χειρότερη στιγμή των αμερικανοτουρκικών σχέσεων – δεν θα πάψει ποτέ να θεωρείται ένας κρίσιμος εταίρος για τη Δύση, παρότι η Αθήνα ανήκει στη Δύση.
Για να προασπίσει, λοιπόν, η χώρα τα εθνικά της συμφέροντα πρέπει να χαράξει μια στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη και τις πλευρές της πραγματικότητας που δεν της αρέσουν, καθώς και τους περιορισμούς που εκείνες θέτουν, ώστε να βρει τρόπους να εκπληρώσει τις επιδιώξεις της – οι οποίες φυσικά δεν αλλάζουν.