Το δίλημμα επανέρχεται κατά καιρούς, κυρίως από αυταρχικούς και αντιδημοκρατικούς ηγέτες όπως ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ: θα ήταν αποδεκτός ο βασανισμός ενός υπόπτου αν υπήρχαν ενδείξεις πως από την ομολογία του θα μπορούσε να σωθούν ζωές; Η απάντηση των σύγχρονων πολιτισμένων κοινωνιών είναι αρνητική. Οπως αρνητική είναι η θέση τους και στο ζήτημα της επαναφοράς της θανατικής ποινής, όσο στυγερό κι αν είναι το έγκλημα για το οποίο κάποιος καταδικάζεται.
To θέμα που έχει φέρει αντιμέτωπες την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και την ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη είναι ασφαλώς μικρότερης βαρύτητας. Αφορά όμως κι αυτό τα ατομικά δικαιώματα και τα όριά τους. Η πρώτη απέστειλε πρόσφατα στη δεύτερη αίτημα να μπορεί να ενημερώνεται κάποιος που αποτελούσε στο παρελθόν αντικείμενο παρακολούθησης από την ΕΛ.ΑΣ. για εγκληματικές ενέργειες ότι η παρακολούθηση αυτή έλαβε τέλος και το απόρρητο των επικοινωνιών του αποκαταστάθηκε. Η δεύτερη απάντησε ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τις έρευνες για ζητήματα κατασκοπείας, τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος. Πρόσφατος νόμος, άλλωστε, απαγορεύει αυτή την ενημέρωση όταν το απόρρητο έχει αρθεί για λόγους εθνικής ασφαλείας.
H κάθε πλευρά έχει τα δίκια της. Η ΑΔΑΕ δίνει έμφαση στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και στο δικαίωμα του πολίτη να υπερασπιστεί διά της δικαστικής οδού τα συμφέροντά του εφόσον θεωρεί ότι η ιδιωτικότητά του παραβιάστηκε αδίκως. Η ΕΛ.ΑΣ. δίνει προτεραιότητα στην πάταξη του εγκλήματος και ανησυχεί ότι η υπερβολική ενασχόληση με τα ατομικά δικαιώματα ναρκοθετεί πολυετείς και πολύπλοκες έρευνές της και την εμποδίζει να ερευνά εκ νέου τις δραστηριότητες ενός υπόπτου, ο οποίος στο μεταξύ έχει ενημερωθεί ότι τον παρακολουθούσαν.
Σε μια εποχή όπου και οι ευαισθησίες για τα δικαιώματα είναι αυξημένες και το ζήτημα της ασφάλειας έχει αναδειχθεί σε ύψιστη προτεραιότητα λόγω της έξαρσης της εγκληματικότητας, το ζητούμενο είναι η εύρεση της ισορροπίας ανάμεσα στους δύο αυτούς στόχους.