Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ ήταν για δύο λόγους μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία της Συμμαχίας. Ο πρώτος λόγος είναι ότι πρόκειται για την πρώτη μετά την εποχή Τραμπ, που υπήρξε η πιο θυελλώδης στην ιστορία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Η Σύνοδος επανέφερε τη σχέση των ΗΠΑ με τους ευρωπαίους εταίρους του ΝΑΤΟ στα παλαιά «κανονικά» τους επίπεδα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις εξαφανίστηκαν, όπως επίσης και οι ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Πριν από αυτό, ο Μπάιντεν είχε ήδη ακυρώσει απόφαση του Τραμπ για τη μεταστάθμευση 15.000 αμερικανών στρατιωτών από τη Γερμανία στην Πολωνία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ταυτόχρονα το ΝΑΤΟ άρχισε να στρίβει για πρώτη φορά το ραντάρ του προς την Κίνα. Η Κίνα μπήκε επισήμως στο κάδρο των ανησυχιών της Συμμαχίας. Αυτή είναι μεταβολή πρώτης γραμμής, όπως άλλωστε συνολικά η εξαγγελία για την αναθεώρηση του στρατηγικού δόγματος της Συμμαχίας που τέθηκε σε κίνηση. Τελικά, στη Σύνοδο ο Μπάιντεν όχι απλώς επανέφερε τις ΗΠΑ στις καλές σχέσεις με την Ευρώπη, αλλά θέλησε να οδηγήσει σε νέους δρόμους τις δύο πλευρές του Ατλαντικού από κοινού, δίνοντας νέο νόημα στην εύηχη πλην επισφαλή έννοια «Δύση». Δεν υπολόγισε ότι αυτό είναι κάτι στο οποίο η Ευρώπη είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ανταποκριθεί. Καθώς σίγουρα δεν θέλει και πιθανότατα ίσως και δεν μπορεί. Γιατί τα συμμαχικά συμφέροντα ουδόλως συμπίπτουν. Σε αντίθεση με την Ευρώπη, δηλαδή κυρίως τη Γερμανία, που ζει σήμερα το ζενίθ του κινεζικού ονείρου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία έχουν εδώ και καιρό ανακαλύψει πώς το όνειρο γίνεται τελικά εφιάλτης. Από αυτές τις δύο χώρες ξεκίνησε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και εξελίχθηκε για δεκαετίες πριν το ανακαλύψει τελικά όψιμα και η Ευρώπη. Σε όλο αυτό το διάστημα, το αποτέλεσμα για τις μεν ΗΠΑ ήταν μια πρωτοφανής στην ιστορία της χώρας ενδυνάμωση τρίτης χώρας εις βάρος τους, κυρίως μέσω του δημοσίου χρέους αλλά και των εκεί κινεζικών επενδύσεων. Για την Ιαπωνία ο εφιάλτης ήταν – και παραμένει – διαφορετικός. Η οικονομία της βασίζεται κυρίως στο εσωτερικό και όχι στο εξωτερικό χρέος, όμως η τεχνολογική της υπεροχή υπονομεύτηκε δραματικά από τη μεταφορά τεχνογνωσίας, όπως υπονομεύτηκε και η συνολική ισχύς της χώρας έναντι της Κίνας, που μέσα από αυτή τη διαδικασία ενδυναμώθηκε τρομερά από τους ίδιους εκείνους που ένιωθαν ότι τους απειλεί. Ολα αυτά ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή ότι μπορούσαν να συμβούν. Στην Ιαπωνία η πολιτική επενδύσεων στην Κίνα ήταν μια από τις εντονότερες εστίες εσωτερικών συγκρούσεων. Αλλά η δυνατότητα του να παρασκευάζεις και να πουλάς προϊόντα στο μισό της τιμής, που θα το έκανες στη χώρα σου, αποδείχθηκε μια ακαταμάχητη συμφωνία με τον διάβολο: το κινεζικό όνειρο του δυτικού Φάουστ επικράτησε. Και το τίμημα ακολούθησε.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ