Παρακολουθώντας τον αγώνα της Κροατίας με τη Σκωτία έβλεπες τον Λούκα Μόντριτς να περπατάει στο γήπεδο. Είχε το ελεύθερο από τον προπονητή του να κινείται κατά το δοκούν στον χώρο του κέντρου, αλλά… περπατώντας. Ανέβαινε στην επίθεση κι έμενε για λίγο εκεί, γύριζε πίσω για να βοηθήσει στην άμυνα χωρίς να ανεβάζει τον ρυθμό του. Η εικόνα του ήταν ελαφρώς παράταιρη με αυτή των υπολοίπων 19 ποδοσφαιριστών (πλην τερματοφυλάκων), που έτρεχαν διαρκώς μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

Ωστόσο το έμπειρο μάτι και η στατιστική υπηρεσία παρατήρησαν πως όλες οι πάσες του ήταν σωστές. Εδινε την μπάλα πάντα σε συμπαίκτη του, όπου αυτός τη χρειαζόταν. Κι έπειτα, ήρθε εκείνη η μαγική μπαλιά στην πλάτη της αντίπαλης άμυνας στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου με αποδέκτη τον Πέρισιτς, που μόνο αυτός θα μπορούσε να βγάλει. Ηρθε το γκολ στο 62′, που μόνον αυτός θα μπορούσε να βάλει. Μονοκόμματο σουτ έξω από την περιοχή με εξωτερικό φάλτσο και την μπάλα συστημένη στο «παραθυράκι». Ηρθε το κόρνερ στο πρώτο δοκάρι, που επέτρεψε στον Πέρισιτς να σφραγίσει τη νίκη των Κροατών.

Τρεις ενέργειες, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες έκριναν το παιχνίδι. Αλλά και οι τρεις μάς υπενθύμισαν τη μαγική δύναμη της μπάλας. Στο ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε δεν κερδίζει ο πιο γρήγορος, ο πιο δυνατός, αυτός που τρέχει και μαρκάρει συνεχώς καλύπτοντας κάθε εκατοστό του γηπέδου, ο υπεραθλητής. Κερδίζει αυτός που ξέρει να γητεύει την μπάλα. Αυτός που μπορεί να σηκώσει στο πόδι όλους όσοι τον παρακολουθούν με ένα απλό άγγιγμά της.

Ο Λούκα Μόντριτς είναι τέτοιος ποδοσφαιριστής. Ενας από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει. Δεν είναι υπεραθλητής, δεν τρέχει γρήγορα ούτε πηδάει ψηλά, δεν έχει τίποτα απ’ όσα απαιτεί το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ξέρει μόνο μπάλα. Πολλή μπάλα. Τόση που του επιτρέπει να κερδίζει παιχνίδια στα 36 του απλώς… περπατώντας. Και γι’ αυτό του βγάζουμε το καπέλο…