Ο ένας είναι ο 65χρονος ιταλός δικαστής και μυθιστοριογράφος Τζανκάρλο ντε Κατάλντο, γνωστός μεταξύ άλλων από το βιβλίο του «Εγκληματικό μυθιστόρημα» (2002) που μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο. Ο άλλος είναι ο 66χρονος σέρβος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα, πολύ γνωστός στο ελληνικό κοινό από τις ταινίες του «Ο καιρός των τσιγγάνων» και «Underground». Oι δύο άνδρες συναντήθηκαν στην αρχή της εβδομάδας στο Anteo Palazzo del Cinema του Μιλάνου. Και μίλησαν για το θέμα της προόδου.

Η συζήτηση, που φιλοξενήθηκε σε ένα δισέλιδο της «Repubblica», ξεκινάει με γενικότητες. Ο δικαστής επισημαίνει ότι κάθε πρόοδος κουβαλάει μαζί της κάποια θύματα, αλλά και κάτι αναγκαίο. Ο σκηνοθέτης συμφωνεί: όταν οι στρατιώτες ρώτησαν τον Μέγα Αλέξανδρο «γιατί προχωράμε;», εκείνος απάντησε: «Γιατί είναι αναγκαίο». Στην ταινία του «Θυμάσαι την Ντόλι Μπελ;», που είχε πάρει τον Χρυσό Λέοντα το 1981 στη Βενετία, εμφανίζει τον πατέρα να πεθαίνει και τον μεγάλο γιο να κρατάει το καινούργιο ποδήλατο που του είχε χαρίσει ώστε να συνεχιστεί η ζωή.

Τώρα, όμως, ο σκηνοθέτης ανησυχεί ότι μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο, όπου όχι μόνο δεν ενδιαφερόμαστε για το παρελθόν μας αλλά επιδιώκουμε και να το αλλάξουμε. «Η δύναμη του καπιταλισμού», σημειώνει, «είναι ότι καταργεί τη μνήμη μας και το κάνει σκοπίμως, για να μας καταστήσει ανίκανους να κατανοούμε τι συμβαίνει, για να μας μεταμορφώσει σε άριστους καταναλωτές. Οι ερωτήσεις δεν είναι ευπρόσδεκτες σε έναν κόσμο που πουλάει και αγοράζει».

Οι τόνοι ανεβαίνουν, είναι προφανές. Ο Ντε Κατάλντο ρωτάει τον Κουστουρίτσα αν ο κορωνοϊός μάς οδηγεί προς την πρόοδο κι εκείνος ξεσπαθώνει, η πανδημία είναι μια από τις μεγαλύτερες απάτες της εποχής μας, λέει, μιας εποχής που βλέπει νέα επίπεδα αναδιοργάνωσης και νέους αυταρχικούς τρόπους ελέγχου των ανθρώπων. «Ο μόνος τρόπος να μην πάθουμε κατάθλιψη είναι να καταλάβουμε ότι πειραματιζόμαστε με έναν νέο τρόπο ελέγχου και αναδιοργάνωσης του δυτικού πολιτισμού, στον οποίο πιστεύω ότι συμμετέχει και η Σερβία».

Ο σκηνοθέτης τα έχει και με τις κάμερες, ποιος θα το περίμενε πριν από δεκαπέντε χρόνια, αναρωτιέται, ότι θα κατέκλυζαν τους δρόμους; «Το επόμενο βήμα θα είναι να μας κλείσουν στο υπόγειο, όπως στο Underground. Εχουμε να αντιμετωπίσουμε μια soft δικτατορία, που εγκλωβίζει τις ζωές μας, τις μετακινήσεις μας, τον έλεγχο της καθημερινότητάς μας, με τρόπο ασφυκτικότερο από αυτόν που θα μπορούσε να φανταστεί ο Οργουελ».

Ναι, τέτοια λέει ο Σέρβος, κι ο Ιταλός τον παίρνει στα σοβαρά, «έχω ένα όνειρο», του λέει σαν άλλος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, «να γράψω μια μέρα ένα σενάριο για τον Εμίρ Κουστουρίτσα», ωραία ιδέα, απαντά ο τελευταίος, και πετάει μια φράση του Ντοστογιέφσκι: «Μη γράφετε κάτι εντελώς επινοημένο, εμπνευστείτε από κάτι που έχει συμβεί και μετατρέψτε το σε τέχνη».

Πάντα εντυπωσίαζε τους διανοούμενους ο Κουστουρίτσα με αυτό το λίγο εξωτικό και λίγο ψαγμένο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένες ταινίες του είναι εξαιρετικές. Οπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ίδιος έλκεται ιδιαίτερα από τις θεωρίες συνωμοσίας. Σε μια συνέντευξή του το 2015 στην «Humanité», έλεγε ότι αυτά που συνέβαιναν τότε στο Κίεβο, στην πλατεία Μεϊντάν, έμοιαζαν εξωφρενικά με τα «γεγονότα» (sic) στη γενέτειρά του, το Σαράγεβο, το 1992. Για όλα έφταιγαν κάποιοι μεμονωμένοι ελεύθεροι σκοπευτές άγνωστης ταυτότητας που έβαλλαν εναντίον τόσο των διαδηλωτών όσο και των δυνάμεων ασφαλείας. Ποιοι ήταν από πίσω τους; Μα η Γουόλ Στριτ φυσικά, που «εξαρτάται από τον πόλεμο», και η Ευρωπαϊκή Ενωση, που «για να διευρυνθεί και να αυξήσει την επιρροή της, διαιρεί τα κράτη και επιβάλλει τον νόμο της στις μικρές περιοχές».

Ναι, αυτή η διασημότητα, που λέει σήμερα στο Μιλάνο ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μια ταινία όπως το «1900», έλεγε στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ότι ο Μιλόσεβιτς στην πραγματικότητα ήταν ένας επαναστάτης κι ότι ο ίδιος ήθελε να χτυπήσει ένα τατουάζ με το πρόσωπό του στον ώμο του. Κι όταν οι σερβοβοσνιακές δυνάμεις πολιορκούσαν το Σαράγεβο, καλούσε τον Κάρατζιτς – που ως γνωστόν ήταν ποιητής, δηλαδή ευαίσθητη ψυχή – να ασκήσει την επιρροή του για να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί.