Δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένη λέξη από τη μεταρρύθμιση. Οι πολιτικοί που τις προανήγγειλαν ήρθαν αντιμέτωποι με δογματικά κομματικά ακροατήρια, που δεν ήθελαν να ακούσουν κουβέντα για οποιαδήποτε αλλαγή. Οσες φορές επιχείρησαν να ξεπεράσουν τις αντιδράσεις, βρέθηκαν μπροστά σε μια σκληρή αντιπολίτευση, έτοιμη να κερδίσει από τη φθορά της κυβέρνησης. Μόνο όταν αυτοί οι πολιτικοί δεν έκαναν πίσω, χωρίς να νοιάζονται για το πολιτικό κόστος, τα μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια γίνονταν νόμοι του κράτους. Ή, όταν έβρισκαν ένα μίνιμουμ συναίνεσης στα υπόλοιπα κόμματα, που αναγνώρισζα πως παρά τις όποιες αναταράξεις κάποιες μεταρρυθμίσεις είναι επιβεβλημένες.
Επειτα από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης και μία πανδημία, η λέξη μεταρρύθμιση δεν ηχεί πια με τον ίδιο τρόπο. Ο ευρωπαϊκός μετασχηματισμός της χώρας, μαζί με τη συγκυρία, δημιούργησαν μια νέα πολιτική πραγματικότητα, της οποίας αναπόσπαστο κομμάτι είναι ένα στιβαρό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, που θα απευθύνεται στην παραγωγική μεσαία τάξη και τη νέα γενιά. Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνει αυτή την αντίληψη, εξηγώντας πως η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα επιταχύνει την ανάκαμψη, καθώς θα συμβάλει στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, κάνοντας την ελληνική οικονομία πιο εξωστρεφή.
Τι λείπει από την εξίσωση; Η συναίνεση στο αυτονόητο. Οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή, να γίνουν συνείδηση στα κόμματα όλου του πολιτικού φάσματος. Προφανώς, δεν είναι ο ρόλος της εκάστοτε αντιπολίτευσης να συμφωνεί διαρκώς με τις αλλαγές που φέρνει μια κυβέρνηση. Κάθε φορά όμως που παλεύει ενάντια στην ουσία μιας αναγκαίας μεταρρύθμισης, που θα έπρεπε να έχει υλοποιηθεί εδώ και χρόνια, κανείς δεν κερδίζει. Ούτε καν το ίδιο το κόμμα που καρπώνεται στιγμιαία τη διαμαρτυρία.