Το προχθεσινό βραδινό παιχνίδι, Ελβετία – Γαλλία, και το χθεσινό απογευματινό, Γερμανία – Αγγλία, ήταν σαν από δυο διαφορετικούς κόσμους. Ή μάλλον από κόσμους βγαλμένους από διαφορετική πατέντα: τελευταία λέξη της τεχνολογίας, κάτι σαν mRNA της μπάλας, το πρώτο ματς, παραδοσιακή και ξεπερασμένη συνταγή, ούτε καν Οξφόρδης αλλά Μπερκσάιρ, το δεύτερο.

Σε μια απίθανη ποδοσφαιρική Δευτέρα, Ελβετία και Γαλλία χάρισαν το καλύτερο μέχρι στιγμής, και πιθανότατα καλύτερο ως το τέλος, παιχνίδι της διοργάνωσης. Καλύτερο κι απ’ το υπερχορταστικό Ισπανία – Κροατία, γιατί λιγότερο τρελό, πιο ισορροπημένο και, κυρίως, γιατί ο νικητής έβγαλε νοκάουτ όχι την αρκετά ξεθυμασμένη δευτεραθλήτρια αλλά την ίδια την αλαζονική πρωταθλήτρια κόσμου. Ομαδικότητα, ανατροπές, ακατάπαυστος ρυθμός, μεγάλες φάσεις από γνωστούς μεγάλους (Πογκμπά, Λιορίς) ή άγνωστους άξιους (Τσούμπερ, Ζόμερ, Σεφέροβιτς, Γκαβράνοβιτς) – το παιχνίδι τα είχε όλα, έκοψε την ανάσα και, δευτερευόντως, φανέρωσε πόσο κακό κάνει να νομίζεις ότι νίκησες πριν τελειώσει ένας αγώνας – ή πριν αρχίσει μια διοργάνωση.

Μπροστά του, το ματς των θεωρητικών «γιγάντων» Αγγλίας και Γερμανίας ήταν σαν άλλης εποχής και αναγκών. Σαν να είχαμε μείνει στην εποχή της ασπιρίνης, ή του Αλαν Σίρερ. Τρέξιμο για το τρέξιμο, ηρωισμός, λίγες φάσεις για γκολ, συντηρητικότητα, αλληλοεξουδετέρωση, πάθος για τη φανέλα και τη νίκη αλλά όχι για το θέαμα και την απόλαυση. Το ότι περισσότερο διακριθέντες ήταν οι δύο σέντερ μπακ, ο ένας εκ των οποίων μάλιστα λέγεται Μαγκουάιρ, τα λέει όλα. Η τελική έκβαση, με τη βοήθεια της μοίρας, της έδρας και του Μίλερ, δικαίωσε όσους πιστεύουν, στο ποδόσφαιρο και στη ζωή, σε ένα ορισμένο είδος ισχύος. Που συνεχίζει να δίνει στον χθεσινό νικητή, την εκπρόσωπο του Μπερκσάιρ, την ταμπέλα του δυνατού, όσο κι αν ο δυνατός της καρδιάς μας, σε αυτήν την πλευρά του ταμπλό, είναι η Δανία.

Φιλαθλέων