«Δεν μπορούμε να κάνουμε τους αστυνόμους» λένε οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων εστίασης και θυμηθήκαμε όλοι τα νεανικά μας χρόνια. Τότε που ξεροσταλιάζαμε για μια θέση στο μπαρ, στην ντίσκο ή το καφεστιατόριο. Τότε που περιμέναμε στην ουρά, φτάναμε μπροστά στην πόρτα και ο «κύριος πορτιέρης» – έτσι τον λέγαμε – μας «έριχνε πόρτα». Δεν του άρεσε η φάτσα μας, άφηνε να εννοηθεί με ξεκάθαρα… δημοκρατικό τρόπο. Δεν πίστευε – και σωστά – ότι είχαμε σοβαρά λεφτά προς κατανάλωση στην τσέπη μας. Μας πέταγε ένα «λυπάμαι κύριε, έπρεπε να συνοδεύεστε». Το κριτήριο αυθαίρετο. Αλλά για αυτόν δίκαιο. Με τα χρόνια είχε γίνει δίκαιο και για εμάς που «τρώγαμε πόρτα». Ατυπος νόμος του καταστήματος, που κανένας δεν αμφισβητούσε. Μέχρι που έφτανε η στιγμή της δικαίωσης. Βρίσκαμε συνοδό και πλέον μας έβαζε. Με μια αναμονή αλλά η πόρτα άνοιγε. Τα χρόνια περνούσαν, η τσέπη μας φαινόταν πιο γεμάτη, πλέον μας φώναζαν ενώ ήμασταν στο πίσω μέρος της ουράς να παρακάμψουμε τους πάντες και να μπούμε στο μαγαζί. Πλέον στην παλιά μας θέση για να «φάνε πόρτα» ήταν άλλοι. Ελάχιστα ένοιαζε τους περισσότερους. Πληρούσαμε πλέον τα «αστυνομικού χαρακτήρα» κριτήρια του μαγαζιού και όπως πειθαρχούσαμε όταν δεν μας έβαζε έτσι χαιρόμασταν όταν θεωρούμαστε επιθυμητοί πελάτες.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ