Υπάρχουν τρεις αριθμοί που προκαλούν αίσθηση στα αποτελέσματα της δημοσκόπησης της GPO που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ». Ο ένας αφορά τη συνολική αποτίμηση των πολιτών για το ως τώρα έργο της κυβέρνησης. Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας, η κυβέρνηση συγκεντρώνει το 53,7% των θετικών απόψεων των πολιτών. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλό τόσο από μόνο του, όσο και σε σχέση με τα ποσοστά αποδοχής προηγούμενων κυβερνήσεων στο ίδιο χρονικό σημείο της θητείας τους: τον Ιούνιο του 2017, το ποσοστό των πολιτών που έβλεπαν θετικά ή μάλλον θετικά την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν μόλις 13,1%!
Αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο πρέπει να ανησυχεί ο Αλέξης Τσίπρας. Γιατί η ευρεία αποδοχή της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη συνοδεύεται από ένα αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό πολιτών που έχουν αρνητική άποψη για την τακτική του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης: 73,2%. Μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 38%. Κάτι πρέπει να φταίει λοιπόν. Η ισοπεδωτική κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση; Η έλλειψη οποιασδήποτε αυτοκριτικής για τα λάθη του παρελθόντος; Η κόπωση από τα ίδια πρόσωπα, περιλαμβανομένου του αρχηγού;
Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως κι ένας τρίτος αριθμός: το ποσοστό των πολιτών που δεν θεωρούν κατάλληλο για πρωθυπουργό κανέναν από τους δύο βασικούς αντιπάλους είναι το μικρότερο της τελευταίας δεκαετίας: 27,7% (έναντι 60% τον Σεπτέμβριο του 2011). Αυτό δείχνει ότι, παρά τα προβλήματα και τις διαδοχικές κρίσεις, ή εξαιτίας ακριβώς αυτών, ο διπολισμός καλά κρατεί.
H κυβέρνηση θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη με τα μηνύματα αυτής της δημοσκόπησης. Δεν δικαιούται όμως να εφησυχάζει: στα πεδία της εργασίας, της ασφάλειας και της παιδείας ένα σημαντικό μέρος των πολιτών την αποδοκιμάζει, ενώ και η επαφή της με τα νεότερα ηλικιακά στρώματα είναι προβληματική. Παράλληλα με τον εμβολιασμό, υπάρχουν πολλά στοιχήματα ακόμη που μένει να κερδηθούν.