«Οι καταστρεπτικές εκδηλώσεις του Διχασμού πουθενά δεν ήσαν πιο ορατές από ό,τι στο στράτευμα και συγκεκριμένα στις τάξεις των αξιωματικών. Η αντίδρασή τους στην αντιβενιζελική κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές οφείλετο λιγότερο σε λόγους “ιδεολογίας” και πιο πολύ σε λόγους προσωπικού συμφέροντος, καθώς αρκετοί αξιωματικοί των υψηλότερων βαθμίδων υποχρεώθηκαν να παραδώσουν την θέση τους σε εκείνους από τους οποίους την είχαν αποσπάσει το 1917 και να δεχθούν επίσης τις αναπόφευκτες ανακατατάξεις στην επετηρίδα. Ωστόσο, αποτελεί και πάλι μύθο ότι η νέα κυβέρνηση προέβη σε μαζικές απολύσεις αξιωματικών. Το ποσοστό των αποτάκτων δεν υπερέβαινε το ένα δέκατο του συνόλου των αξιωματικών -ουδεμία σχέση με τις εκκαθαρίσεις του 1917 και 1918.

Σε αυτό το ποσοστό προστίθεται ένα 4%, αποτελούμενο από τους αξιωματικούς εκείνους, μεταξύ των οποίων τέσσερις στρατηγοί, που, πληροφορούμενοι το αποτέλεσμα των εκλογών, εγκατέλειψαν αυτοβούλως τις θέσεις τους, ακόμη και στο μέτωπο, αρνούμενοι να υπηρετήσουν την νόμιμη κυβέρνηση. Μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, μητρόπολη εκείνα τα χρόνια του βενιζελισμού, από την ασφάλεια της οποίας μηχανορραφούσαν και αγωνίζονταν πώς να καταστήσουν τις Δυνάμεις ακόμη πιο εχθρικές απέναντι στην “κωνσταντινική Ελλάδα”, πώς να διχάσουν το έθνος περισσότερο, πώς να υπονομεύσουν το ηθικό του στρατού».