Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι περιορισμοί των δικαιωμάτων μας υπήρξαν κατά κανόνα καθολικοί, οριζόντιοι, καθώς και σε ευθεία σύνδεση με τα επιδημιολογικά δεδομένα. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας τοπικές, σύμφωνα με τη ζώνη του κινδύνου, και έντονες ad hoc παρεμβάσεις, ανάλογα με την επίμαχη δραστηριότητα (π.χ. στις συναθροίσεις ή τη θρησκευτική ελευθερία), όπως και ρυθμίσεις ευρύτατης εμβέλειας (τηλεκπαίδευση, αποστολή SMS, περιορισμοί στην ελευθερία κίνησης και την επιχειρηματική δραστηριότητα κ.ά.), κατέδειξαν αφενός την περιπτωσιολογία της υγειονομικής κρίσης, αφετέρου την κοινή και αξεπέραστη δικαιολογητική βάση των κανόνων της, την προστασία της υγείας όλων μας.  

Η καθολική και δωρεάν προσφορά των εμβολίων, της πιο λυσιτελούς απάντησης, κατά κοινή ομολογία των ειδικών, στην πανδημία, είναι πλέον ο κύριος λόγος άρσης των μέτρων, καθώς εκλείπει η ratio της επιβολής τους. Συνεπώς, οι εμβολιασμένοι που ανακτούν την πρόσβασή τους στο πεδίο της προ-πανδημίας ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους (άρθρο 5 παρ.1 Σ.) δεν απολαμβάνουν «προνόμια», αλλά τα (κανονικά) δικαιώματά τους. Το πιστοποιητικό εμβολιασμού βεβαιώνει έναντι του κράτους και των ιδιωτών ότι αυτοί δεν διακινδυνεύουν ή βλάπτουν την υγεία του τρίτου και του κοινωνικού συνόλου. Ετσι, τελούν νομικά σε μια ουσιαστική και τυπική κατάσταση διαφοράς από αυτούς που επιλέγουν το αντίθετο, αρνούμενοι να εμβολιαστούν. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 Σ.), η οποία υπαγορεύει την όμοια μεταχείριση των όμοιων περιπτώσεων και την ανόμοια των ανόμοιων, το κράτος δύναται να διακρίνει σε εμβολιασμένους και μη εμβολιασμένους. Και τούτο όχι, προφανώς, στη βάση μιας φυσικής/βιολογικής τους ιδιότητας, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται όσοι ανατρέχουν σε θεωρίες περί ρατσισμού, αλλά μιας συνειδητής επιλογής τους. Διαφορετικά, θα καταλήγαμε στο απόλυτο παράδοξο: την προνομιακή αντιμετώπιση των (κάθε λογής) «αρνητών» και την ηθική αδιαφορία, αν όχι τον έμμεσο στιγματισμό, απέναντι στην ατομικά και συλλογικά επωφελή πράξη του εμβολιασμού. Το δίκαιο όμως, όπως και η ηθική, δεν τιμά τη ζημία του άλλου. Αντιθέτως, οφείλει να την προλαμβάνει και να την αποκαθιστά.

Από την άλλη, οι περιορισμοί των ελευθεριών των ανεμβολίαστων δεν μπορεί να παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Σ.). Για αυτό και η κρατική παρέμβαση (πρέπει να) υπακούει στη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα σε απαραίτητες (essential) και μη απαραίτητες (non-essential) δραστηριότητες. Δεν νοείται, συνταγματικά, η απαγόρευση της πρόσβασης των μη εμβολιασμένων στις πρώτες (π.χ. σε δομές υγείας, εκπαίδευσης, καταστήματα πρώτης ανάγκης, μεταφορές κ.ά.), καθόσον μάλιστα υπάρχουν εναλλακτικοί και ηπιότεροι τρόποι προστασίας της υγείας, όπως η διενέργεια αξιόπιστων υγειονομικών ελέγχων. Κι αυτό διότι εκεί συγκροτείται ο σκληρός και απαραβίαστος πυρήνας της ελευθερίας μας, σε συνάρτηση με την καθολικότητα της (δημόσιας) υπηρεσίας. Στη δεύτερη, ωστόσο, κατηγορία, αυτή των προαιρετικών δραστηριοτήτων (π.χ. εστίαση, ψυχαγωγία), το κράτος μπορεί θεμιτά να παρέμβει στην ιδιωτική κοινωνία και να ρυθμίσει το πλαίσιο των συμβατικών της σχέσεων, επικαλούμενο τον επιτακτικό λόγο υγειονομικού δημοσίου συμφέροντος και παρέχοντας, ας μην το παραγνωρίζουμε, τη δυνατότητα επιλογής στον ίδιο τελικά τον φορέα της παροχής, ήτοι στον επιχειρηματία που καθορίζει τον αντισυμβαλλόμενό του.

Η πολιτική των διακρίσεων δεν είναι παρά η άλλη όψη του προαιρετικού εμβολιασμού. Η υποχρεωτικότητα είναι δυνατή μεν συνταγματικά και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, αλλά υπό αυστηρές προϋποθέσεις, για συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και περιορισμένη χρονική διάρκεια. Η μαζική ελευθερία της επιλογής είναι αυτή που δημιουργεί νέα ρήγματα και διαιρέσεις. Πάνω απ’ όλα, όμως, θεμελιώνει και το τίμημα της πράξης μας. Τα κίνητρα και τα αντικίνητρα της πολιτείας είναι μια μορφή νομικής παραίνεσης και ηθικής διαπαιδαγώγησης στην υπεύθυνη άσκηση της προσωπικής μας αυτονομίας.

Ο Γιώργος Καραβοκύρης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ