Οι μετακλητοί θα μειωθούν, το κόστος μισθοδοσίας του Δημοσίου τα τελευταία 4 χρόνια αυξήθηκε 2 δισ., αυτό πρέπει να σταματήσει» τόνιζε σε συνέντευξή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέντε μέρες πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης που έταξε λιγότερα από νυν Πρωθυπουργό και να κέρδισε τις εκλογές. Αλλά ούτε και κυβέρνηση που να καταγράφει δημοσκοπική υπεροχή 14 μονάδων ύστερα από δύο χρόνια διακυβέρνησης. Εχει χυθεί πολύ μελάνι για τους λόγους που συνέβη αυτό, που κατά άλλους οφείλεται στην ανάγκη για πολιτική σταθερότητα, για άλλους στη διείσδυση Μητσοτάκη στο Κέντρο, για μερικούς στην αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου. Εχοντας να διαχειριστεί πολλαπλές κρίσεις με αποκορύφωνα την πανδημία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερβαίνοντας κομματικές αγκυλώσεις ή επετηρίδες έφτιαξε μια κυβέρνηση με ανθρώπους που μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά, σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα με το δυνατό και αποτελεσματικό δίδυμο Γρηγόρη Δημητριάδη – Γιώργου Γεραπετρίτη να ελέγχει και να βρίσκει λύσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως η διαφορά δεν θα ήταν τόσο διευρυμένη, χωρίς την ανυπαρξία αντιπολίτευσης, η οποία έχει χάσει παντελώς το ακροατήριό της, κάτι επικίνδυνο σε μία δημοκρατία. Είναι εντυπωσιακό πως ακόμα και κάτι σωστό να πει, πλέον απευθύνεται σε ώτα μη ακουόντων. Το χειρότερο είναι πως συνήθως δεν το λέει καν. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων δείχνουν πως σε όλα σχεδόν τα θέματα καταγράφεται αντίθεση της κοινής γνώμης με τα αντιπολιτευτικά προτάγματα. Είτε αφορούσαν την απεργία πείνας του Κουφοντίνα, είτε το πανεπιστημιακό άσυλο, είτε τα κλεισίματα δρόμων, είτε τις απεργίες, είτε την αξιολόγηση. Αρνούμενη να αποδεχθεί τις προκλήσεις της νέας εποχής, επιμένει εμμονικά να επαναλαμβάνει αφηγήματα που έχουν πια ξοφλήσει. Το κρίσιμο ωστόσο δεν είναι μόνο η πολιτική καχεξία της αντιπολίτευσης. Αλλά η ιδεολογική ήττα του αντιμνημονιακού μετώπου. Δύο χρόνια πριν έγινε κάτι μεγαλύτερο από την εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία. Εμπαιναν οι βάσεις για μια νέα εποχή, ακόμα κι αν κανείς δεν το καταλάβαινε τότε. Η σκληρή συνειδητοποίηση πως ούτε χόρεψαν οι αγορές όταν χτυπήσαμε νταούλια, ούτε κανένας μας παρακάλεσε για να μας δανείσει, έφερε το τέλος των ψευδαισθήσεων. Στην πραγματικότητα γύρισε την κλεψύδρα. Τα διλήμματα τέθηκαν στις εκλογές της 7ης Ιουλίου. «Θα είμαι Πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων» αντέτεινε ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέναντι στο δίπολο με τον λαό και τις ελίτ. Δεν νικήθηκαν οι απέναντι. Αλλά το κλίμα εμφυλίου και διχασμού της μνημονιακής περιόδου. Οπως και η παροχολογία. «Θεσπίσαμε μόνιμο δώρο Πάσχα για τους συνταξιούχους» έλεγε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας, «θα δίνουμε ένα σταθερό βοήθημα σε ετήσια βάση, το οποίο θα δοθεί στο τέλος του επόμενου έτους, εφόσον οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέπουν» απαντούσε την ίδια μέρα σε συνέντευξή του ο Μητσοτάκης. Ταυτόχρονα αναμετρήθηκε και η λογική της αριστείας απέναντι σε αυτήν που λέει ότι είναι ρετσινιά. «Τη σημαία θα τη σηκώνουν και πάλι οι άριστοι» επαναλάμβανε εμφατικά στις ομιλίες του ο αρχηγός της ΝΔ, σε μία κοινωνία που άκουγε από τον υπουργό Παιδείας ότι «η αριστεία καλλιεργεί τον εγωισμό». Το στίγμα της νέας εποχής όμως είχε δοθεί ήδη από την ορκωμοσία του πρώτου υπουργικού συμβουλίου. Η εικόνα έδειξε πως νίκησε η γραβάτα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ