Σαρωτικούς ελέγχους ξεκινά ο e-ΕΦΚΑ σε χιλιάδες συντάξεις χηρείας που καταβάλλονται πέραν της τριετίας. Ειδικότερα από τον Σεπτέμβριο ο e-ΕΦΚΑ θα ξεκινήσει να ελέγχει όλες τις συντάξεις χηρείας που πέρασαν την τριετία για να διαπιστωθεί αν τελέστηκε νέος γάμος και αν οι δικαιούχοι εργάζονται ή παίρνουν και δεύτερη σύνταξη με στόχο να εντοπίζονται άμεσα οι κατηγορίες που θα έχουν περικοπές βάσει νόμου και να επιστρέφονται τα ποσά με παρακράτηση του 1/10 της σύνταξής τους. Το σχέδιο για τις συντάξεις χηρείας που εκκρεμούν για έλεγχο τριετίας είναι στο τελικό στάδιο από τον ΕΦΚΑ και το υπουργείο Εργασίας και σύμφωνα με πληροφορίες θα υπάρξει νομοθετική ρύθμιση που θα ενοποιεί για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα τον τρόπο επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων συντάξεων.
Με αφορμή το γεγονός ότι η πρώτη εφαρμογή του νόμου για τον περιορισμό των συντάξεων χηρείας μετά την τριετία δεν ήταν επιτυχής από την προηγούμενη διοίκηση του ΕΦΚΑ διότι κόπηκαν εντελώς οι συντάξεις και επαναχορηγήθηκαν λόγω των αντιδράσεων, το εγχείρημα ξεκινά τώρα από μηδενική βάση. Για τον λόγο αυτόν δημιουργείται μια ενιαία βάση ηλεκτρονικών ελέγχων και θεσπίζεται ενιαίο καθεστώς επιστροφής με παρακράτηση του 10% της σύνταξης.
Αν στη λήξη της πρώτης τριετίας δεν συντρέχει λόγος περικοπής και ο χήρος ή η χήρα δεν ξαναπαντρεύτηκε, δεν εργάζεται και δεν παίρνει δική του/της σύνταξη, τότε η σύνταξη χηρείας δεν θα περικόπτεται και θα συνεχίσει να καταβάλλεται στο ποσό που είχε διαμορφωθεί μετά τον νόμο 4611/2019, δηλαδή στο 70% της σύνταξης του θανόντος.
Οποιαδήποτε στιγμή όμως μετά την τριετία αποκαλυφθεί μετά από έλεγχο ότι έγινε γάμος ή ότι υπάρχει εργασία και σύνταξη, τότε η σύνταξη χηρείας θα περικόπτεται κατά 50% όπως λέει ο νόμος και θα χορηγείται το 35% της σύνταξης του θανόντος αντί του 70% που έπαιρνε στην πρώτη 3ετία. Στις περιπτώσεις που εξέλιπε ο λόγος της περικοπής και για παράδειγμα ο δικαιούχος σύνταξης χηρείας εργάστηκε για 1 χρόνο μετά την τριετία και διέκοψε στη συνέχεια, τότε η σύνταξη χηρείας θα χορηγείται μειωμένη στο 35% για τον ένα χρόνο που ο συνταξιούχος έχει δηλώσει ότι εργάζεται και θα επανέλθει στο αρχικό ποσοστό 70% με τη διακοπή της απασχόλησης.