Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούν διπλωμάτες και αναλυτές σε Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία τις εξελίξεις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και δη σε σχέση με την Τουρκία. Ως εκ τούτου η είδηση ότι ο αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν επέλεξε τον ρεπουμπλικανό πρώην γερουσιαστή, Τζεφ Φλέικ, για τη θέση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αγκυρα, δημιούργησε ενδιαφέρον.
Ο Φλέικ στην ανακοίνωσή του μίλησε για τη στρατηγικής σημασίας σχέση των ΗΠΑ με την «επί μακρόν σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ, τη Δημοκρατία της Τουρκίας» μία θέση «καίριας σημασίας σε μια σημαντική εποχή και για τις δύο χώρες μας».
Ο πρώην γερουσιαστής των Ρεπουμπλικάνων υπήρξε ένας από τους πλέον σφοδρούς επικριτές της πολιτικής Τραμπ και μάλιστα δημόσια. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ΜΜΕ, από αρμενικές πηγές, υπήρξε ένας από τα πέντε μέλη της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας που ψήφισαν ενάντια στην αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, το 2014 την πρώτη φορά σε 25 χρόνια που ένα τέτοιο ψήφισμα παραπέμφθηκε σε επιτροπή του Κογκρέσου. Ο διορισμός του Φλέικ πρέπει να εγκριθεί από τη Γερουσία και θα τεθεί ενώπιον της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων του Σώματος, πρόεδρος της οποίας είναι ο Ρόμπερτ Μενέντεζ.
Η άποψη ότι η νέα αμερικανική διοίκηση του Τζο Μπάιντεν θέλει να αντιμετωπίσει την Αγκυρα με μεγαλύτερη «δικαιοσύνη», καθώς πλέον αποτελεί έναν «δύσκολο σύμμαχο» και για τις ΗΠΑ, με αιχμή τις σχέσεις της με τη Ρωσία και τους S-400, τείνει να επικρατήσει. Εμπειροι διπλωμάτες στην Ουάσιγκτον, ωστόσο, υπογραμμίζουν ότι η Τουρκία παραμένει μία χώρα στρατηγικής σημασίας για τις ΗΠΑ και τη Δύση, που δεν πρέπει να την παραδώσει στη Ρωσία, όπως έχει αναφέρει πλειστάκις ο ίδιος ο αμερικανός ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν.
Σημειώνουν δε προς κάθε κατεύθυνση ότι η πολιτική των ΗΠΑ δεν πρέπει να κρίνεται ούτε ως φιλοτουρκική ούτε ως φιλελληνική, αλλά αποκλειστικά και μόνο απόλυτα εναρμονισμένη με αυτό που υπαγορεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα, όποιον και αν ευνοεί κάτι τέτοιο κατά καιρούς.
Αλεξάνδρα Φωτάκη