Βιάστηκαν «πηγές» του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών να χαρακτηρίσουν το μισάνοιγμα της Τουρκίας για προσφυγή στη Χάγη, ως «εκ του πονηρού» και «παιχνίδια εντυπώσεων». Εφόσον η προσφυγή στη Χάγη αποτελεί επίσημη θέση της χώρας μας από το 1974, θα έπρεπε η ελληνική πλευρά να θεωρεί θετικό κάθε βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, είναι το θέμα των θαλασσίων ζωνών. Στον όρο «θαλάσσιες ζώνες» περιλαμβάνονται η αιγιαλίτιδα ζώνη (τα χωρικά ύδατα, δηλαδή), η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Συνεπώς η φερόμενη ως πρόταση της τουρκικής διπλωματίας δεν προκαλεί πρόβλημα. Ετσι κι αλλιώς, το εύρος των χωρικών υδάτων πρέπει να είναι σαφές και οριστικό, πριν γίνει η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Ομως γιατί οι κυρίαρχες απόψεις στις δύο χώρες, ήταν και είναι διστακτικές να παραπέμψουν το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ή σε άλλο διεθνές δικαστικό, δικαιοδοτικό ή διαμεσολαβητικό όργανο; Διότι πρέπει και οι δύο χώρες να καταρρίψουν μύθους που καλλιεργούν και πλασάρουν στην κοινή γνώμη τους αντιστοίχως.
Πρώτα απ’ όλα στην Τουρκία, θα καταρριφθεί η θέση ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αυτό δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Τουρκία είναι από τις ελάχιστες χώρες (αν όχι η μόνη) που το υποστηρίζει.
Αλλά και η θέση που επισήμως υποστήριζε η Ελλάδα, δεν έχει επιβεβαιωθεί από αρκετές αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων. Αυτή η θέση λέει, ότι κάθε νησάκι, όσο μικρό και αν είναι, και όσο κοντά κι αν βρίσκεται σε μια μεγάλη ηπειρωτική ακτή, έχει οπωσδήποτε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, και μάλιστα με 100% επήρεια. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές διεθνείς δικαστικές αποφάσεις που δίνουν μειωμένη επήρεια σε μικρά νησιά ή και καθόλου επήρεια σε ορισμένες περιπτώσεις.
Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, το μήκος των ακτών παίζει μεγάλο ρόλο στη χάραξη της γραμμής. Ειδικά αν τα νησάκια είναι πολύ κοντά σε μεγάλες ηπειρωτικές ακτές, όπως της Τουρκίας, ή της Αφρικής (Αίγυπτος, Λιβύη), δεν μπορούν να ακυρώσουν τα δικαιώματα της απέναντι μεγάλης ακτής.
Η ελληνική πλευρά, έκανε μια ρεαλιστική αναπροσαρμογή της θέσης της στις συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο. Στη μεν συμφωνία με τη Ιταλία, δέχτηκε ότι τα Διαπόντια Νησιά (Οθωνοί κ.λπ.) βορείως της Κέρκυρας, καθώς και οι Στροφάδες νοτίως της Ζακύνθου, έχουν μειωμένη επήρεια. Στη συμφωνία με την Αίγυπτο, η Κρήτη έχει μειωμένη επήρεια κατά λίγο, ακόμα πιο μικρή επήρεια έχουν Ρόδος, Κάρπαθος και Κάσος, ενώ η νησίδα Χρυσή – νοτίως του Λασιθίου – καμία επήρεια.
Είναι προφανές ότι τα ίδια κριτήρια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν και με την Τουρκία. Κάτι αντίστοιχο θα ισχύσει για τα περισσότερα ελληνικά νησιά. Πρώτα και κύρια, μάλιστα, για το Καστελλόριζο. Οσο πιο γρήγορα κατανοήσουμε όλα αυτά, τόσο το καλύτερο.
Ας ελπίσουμε ότι ο (πολιτικός) φόβος για το «σπάσιμο των μύθων» δεν θα οδηγήσει στο να χαθεί μια ακόμη ευκαιρία. Αλλά αν βρεθεί η Ελλάδα, αμέσως ή εμμέσως, να αρνείται τουρκική πρόταση για μία από κοινού δικαστική προσφυγή, το πολιτικό και διπλωματικό κόστος για τη χώρα μας – σε διεθνές επίπεδο – θα είναι τεράστιο.
Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας
– διεθνολόγος.