Ο γεωφυσικός και ο πολιτικός χάρτης της Ελλάδας μπορεί να είναι απαραίτητοι σε κάθε σχολική αίθουσα, πόσοι από εμάς όμως γνωρίζουν τον γεωλογικό χάρτη της χώρας; Μπορεί ο λιγνίτης να παράγει το 56% της εγχώριας ηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί τα αρχαιολογικά μουσεία ανά τον κόσμο να περηφανεύονται για τα κομψά αρχαιοελληνικά μαρμάρινα γλυπτά που έχουν στις συλλογές τους και μπορεί να γίνεται πολύς λόγος στα δελτία ειδήσεων για τα διάφορα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα. Πόσοι όμως ξέρουμε ότι η συστηματική γεωλογική χαρτογράφηση της Ελλάδας καθυστέρησε σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, και ότι θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως όταν η χαρτογράφηση των χωρών αυτών τελείωνε, στην Ελλάδα μόλις άρχιζε; Και ότι τις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους οι φυσικές επιστήμες θεωρήθηκαν ξένες προς την ανθρωπιστική παιδεία και την προγονική μας παράδοση, που είχαν ταχθεί να διαμορφώσουν τον εθνικό χαρακτήρα της «Νέας Ελλάδος», σε βαθμό ώστε οι δύο πρώτοι έλληνες γεωεπιστήμονες, ο Ανδρέας Κορδέλλας (που πρώτος συνέλαβε την ιδέα για την εκμετάλλευση της αρχαίας σκουριάς του Λαυρίου, την εφαρμοσιμότητα της οποίας έλεγξε με πειράματα που οργάνωσε μόνος του το 1860) και ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος (ο πρώτος ειδικός γεωλόγος και ορυκτολόγος στην Ελλάδα, εισηγητής της πειραματικής ορυκτολογίας), να θεωρηθούν ως «εκούσια θύματα των αχάριστων επιστημών»;

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ