Είχα απορροφηθεί καθώς περιεργαζόμουν ένα τόσο δα εργάκι στον τοίχο αριστερά. Το φως λιγοστό, σαν εκείνο που θα τρύπωνε από τον φεγγίτη σε κάποιο ξωκκλήσι ή σαν εκείνο που θα άφηνε η φλογίτσα από ένα ξεχασμένο καντήλι, με είχε αναγκάσει να μισοκλείσω τα μάτια και να πλησιάσω περισσότερο από όσο επιτρέπεται ένα έργο τέχνης και μάλιστα εκτεθειμένο σε μουσείο. Ενιωθα πως το σκοτεινό περίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού που είχα απέναντί μου έκρυβε περισσότερα από όσα έδειχνε. Το βλέμμα μου είχε την ανάγκη να σκάψει, να δει τι υπάρχει πίσω τoυ. Πρέπει να στεκόταν κάμποση ώρα πίσω μου ο Χρήστος Μποκόρος και να παρατηρούσε τη σκηνή όταν αποφάσισε να πάρει τον ρόλο του σκαπανέα και να μου πει όσα δεν φαίνονταν διά γυμνού οφθαλμού. «Τούτο το ξύλο ήταν από μια παλιά εικόνα σε κάποιο ξωκκλήσι πεταμένη, χαλασμένη. Ενα βράδυ είχα απελπιστεί. Ηθελα να φτιάξω τον Σολωμό, αλλά δεν μου έβγαινε και δεν με έπιανε ύπνος. Σηκώθηκα. Βρήκα το ξύλο και με το δάχτυλο πήρα λίγο μαύρο από τη σκουριά και τα χρώματα που είχαν μείνει στην παλέτα. Προέκυψε αυτή η μορφή. Σοκαρίστηκα. Είχε βγει το έργο. Λέω: “Αυτό είναι το Μνημείο των Αφανών”».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ