Το φοβόμασταν. Το ξορκίζαμε. Αλλά στην πραγματικότητα το περιμέναμε. Κι εκείνο, το τέταρτο κύμα, αποδείχθηκε πιστό στο ραντεβού του. Οπως αποδείχθηκε και πιο τρομακτικό από τα προηγούμενα: σε μία εβδομάδα τα κρούσματα του κορωνοϊού πενταπλασιάστηκαν, ενώ τον περασμένο χειμώνα για την αντίστοιχη αύξηση είχαν χρειαστεί 4 με 5 εβδομάδες. Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη ότι τα πραγματικά κρούσματα υπολογίζονται σε τριπλάσια από αυτά που καταγράφονται, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κατάσταση είναι δραματική.
Οι αιτίες είναι γνωστές: η αυξημένη μεταδοτικότητα του ιού λόγω των μεταλλάξεών του, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη και εν πολλοίς αναμενόμενη χαλαρότητα. Ακόμη κι έτσι, όμως, το πρόβλημα θα ήταν πολύ μικρότερο αν είχε εμβολιαστεί ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο παράγων-κλειδί είναι πράγματι οι ανεμβολίαστοι: εκείνους πλήττει πλέον κυρίως ο κορωνοϊός, εκείνοι τον μεταδίδουν. Αν η χώρα οδηγηθεί σε ένα νέο λοκντάουν, σε εκείνους θα οφείλεται.
Είναι λοιπόν σαφές ότι, μαζί με τη γενική επαγρύπνηση για την τήρηση των αναγκαίων μέτρων, θα πρέπει να δοθεί όλο το βάρος στην επιτάχυνση των εμβολιασμών. Τα επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί, η συζήτηση έχει εξαντληθεί, άλλη καθυστέρηση δεν χωρά. Η πολιτεία θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι και ο πιο ευάλωτος πολίτης έχει πρόσβαση στο εμβόλιο, όπως και να μην επιτρέψει σε κανέναν ανεμβολίαστο να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή των συμπολιτών του. Τα κόμματα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα εμβόλια όπως τις ψήφους: αν οι δεύτερες είναι πολύτιμες για τη δημοκρατία, τα πρώτα είναι καταλυτικής σημασίας για την υγεία. Η Εκκλησία θα πρέπει να ασκήσει όλη της την επιρροή για να πειστεί και ο τελευταίος πιστός ότι αποτελεί καθήκον του να εμβολιαστεί. Αλλά κι εμείς οι ίδιοι πρέπει να κινητοποιήσουμε όσους συγγενείς, φίλους ή γνωστούς το σκέφτονται ακόμη.
Οι επιστήμονες είναι σαφείς: αν δεν χτιστεί ένα υψηλό τείχος ανοσίας, η θερινή ραστώνη θα δώσει τη θέση της σε έναν φθινοπωρινό εφιάλτη. Εμβολιαστείτε γιατί χανόμαστε, λοιπόν: να το σύνθημα των ημερών.